Ο ήλιος στην περιοχή Rjukan εξαφανίζεται το χειμώνα και σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας τους έξι αυτούς μήνες επικρατεί απόλυτο σκοτάδι.
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τους νεοφερμένους στον τόπο. Όπως τον Martin Andersen, ένα εννοιολογικό καλλιτέχνη, ο οποίος πήγε εκεί πριν από 12 χρόνια.
Ο Martin περπατούσε στην πόλη αναζητώντας και την τελευταία αχτίδα φωτός για να σταθεί και να ρουφήξει όλη την ενέργειά της. Σε μία από αυτές τις βόλτες του, είχε μια έμπνευση. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να τοποθετήσουν τεράστιους καθρέφτες στην πλαγιά του βουνού, προς το βορρά της πόλης για να κατευθύνουν τις ακτίνες του ήλιου κάτω στην πόλη.
Οι ιθύνοντες κάποια στιγμή πείστηκαν να το δοκιμάσουν και το περασμένο φθινόπωρο, η πόλη απέκτησε τρεις καθρέφτες, που λειτουργούν με ηλιακή και αιολική ενέργεια και οι οποίοι ακολουθούν την πορεία του ήλιου, ρίχνοντας λίγο φως στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Χιλιάδες άνθρωποι παρέστησαν στην τελετή εγκαινίων, φορώντας τα γυαλιά ηλίου τους και κουβαλώντας μαζί τους ακόμη και ξαπλώστρες παραλίας.
Και κάπως έτσι, η ζωή των κατοίκων της πόλης Rjukan άλλαξε δραματικά, γράφει η Suzanne Daley στους New York Times.
Όλοι έγιναν πιο κοινωνικοί. Τις Κυριακές, μετά την εκκλησία οι άνθρωποι άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, να μιλάνε, να γελάνε και να πίνουν… κάτω από τον ήλιο!
Όμως η χαρά τους δεν κράτησε για πολύ. Για την ακρίβεια, για τρεις μήνες από τις 25 Δεκέμβρη μέχρι τις 15 Μαρτίου ο ουρανός ήταν τόσο συννεφιασμένος, που οι καθρέφτες «παρήγαγαν» μόλις 17 ώρες φωτός στην πλατεία, ενισχύοντας τα επιχειρήματα εκείνων που είχαν χαρακτηρίσει το πρόγραμμα απλή σπατάλη χρημάτων εξ αρχής.
Τις περισσότερες μέρες, η πλατεία μοιάζει με ένα άδειο και σκοτεινό παρκινγκ αυτοκινήτων.
Υπήρχε τόσο λίγο ηλιακό φως, που οι ηλιακοί μηχανισμοί που τροφοδοτούσαν με ενέργεια τους καθρέφτες σταμάτησαν να λειτουργούν και χρειάστηκε να ρυμουλκηθεί στο βουνό μια γεννήτρια και καύσιμα για να πάρουν και πάλι μπρος.
Όμως οι κάτοικοι δεν το βάζουν κάτω. Ούτε ο δήμαρχος της πόλης, Steinar Bergsland, ο οποίος αρνείται να δεχτεί ότι θα ζουν… για πάντα στο σκοτάδι.
Πίσω στο 1913 ο βιομήχανος Samuel Eyde, γνωστός στην περιοχή ως «ο θείος Sam», έχτισε σχεδόν όσα βλέπει κανείς στην πόλη σήμερα. Μεταξύ του 1905 και 1916 ο ίδιος κατασκεύασε το πρώτο μεγάλης κλίμακας εργοστάσιο λιπασμάτων παγκοσμίως. Οι διευθυντές πήραν τα σπίτια που είχαν το περισσότερο φυσικό φως, οι εργάτες διαμερίσματα πιο βαθιά στην κοιλάδα. Όμως όλα τα σπίτια είχαν εσωτερικές, υδραυλικές εγκαταστάσεις.
Ο «θείος Sam» μάλιστα είχε από τότε γράψει σε μια τοπική εφημερίδα, ότι έπρεπε να τοποθετηθεί ένας γιγαντιαίος καθρέφτης στο βουνό. Ο ίδιος όμως, τελικά, έφτιαξε ένα τελεφερίκ, προκειμένου οι υπάλληλοί του να ανεβαίνουν στο βουνό για να βλέπουν λίγο φως το χειμώνα.
Το τελεφερίκ υπάρχει μέχρι και σήμερα.
«Η πόλη ήταν πολύ προηγμένη τεχνολογικά πριν από 100 χρόνια και τώρα χρησιμοποιούμε την υψηλή τεχνολογία για να φέρουμε τον ήλιο στην κοιλάδα μας» ανέφερε στους New York Times o δήμαρχος της πόλης.
Τουρίστες άρχισαν να επισκέπτονται την περιοχή, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων καταγράφει άνοδο στα έσοδα. Αν μάλιστα, η πόλη ανακηρυχτεί του χρόνου μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της Ουνέσκο, όπως ελπίζουν, τότε αυτό θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο.
Όμως δεν είναι όλοι το ίδιο αισιόδοξοι. Από τους 6.000 περίπου κατοίκους της πόλης, οι 1.300 είχαν υπογράψει μια αίτηση για να μην προχωρήσει.
Όσο για τον Andersen, τον εμπνευστή της ιδέας, τώρα προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους για το επόμενο project του, όμως μέχρι στιγμής δεν τα έχει καταφέρει.
Ο ίδιος θέλει να ζωγραφίσει με τεράστια γράμματα κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην πόλη τη φράση του Ιουλίου Βερν που είχε επισκεφθεί το 1861 μια φορά την πόλη τους: «Look with all your eyes, look!».