Καθημερινά αυξάνουν οι καταθέσεις στοιχείων στα αμερικανικά ποινικά δικαστήρια, όπου οι κατηγορούμενοι επικαλούνται «ανωμαλία στη δομή του εγκεφάλου», προκειμένου να έχουν «μειωμένο καταλογισμό» σε αδικήματα που έχουν διαπράξει.
Κι αυτό διότι όπως έχει αποδειχθεί επιστημονικά, δεν είναι απαραίτητο κάποιος να έχει διαγνωσμένο ψυχιατρικό πρόβλημα που γίνεται αποδεκτό ως ελαφρυντικό της ποινής σχεδόν από όλα τα δικαστικά συστήματα. Υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις που ένας όγκος στον εγκέφαλο, μπορεί για παράδειγμα να μετατρέψει κάποιον σε δολοφόνο ή παιδεραστή. Και με την κατάλληλη θεραπεία, να διακοπεί αιφνιδίως η άνομη συμπεριφορά.
Μιλώντας στο Συνέδριο Νευροεπιστημών που έγινε πρόσφατα στο Σικάγο η Νίτα Φαραχανή, δικηγόρος, σύμβουλος του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, επεσήμανε πώς δίκες όμως αυτές συγκέντρωναν όλο και περισσότερο εξεζητημένες τεχνικές υπεράσπισης, οι οποίες βασίζονταν σε νευρολογικά δεδομένα. Στόχος ήταν να αποδειχθεί πώς «οι κατηγορούμενοι δεν ήταν υπεύθυνοι για τους φόνους ή άλλου είδους εγκληματικές πράξεις που είχαν διαπράξει. Αλλά οι δομές του εγκεφάλου τους».
Τα συμπεράσματα που παρουσίασε η κ. Φαραχανή εξήχθησαν μετά από ανάλυση δεδομένων σε περισσότερες από 1.500 δίκες που έγιναν από το 2005 έως το 2012. Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει έρευνα για το κατά πόσο τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ποινικά δικαστήρια.
Από την έρευνα αυτή προέκυψε πώς υπήρξαν αρκετές υποθέσεις, στις οποίες οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τη νευροεπιστήμη για να αποδείξουν ότι οι απολογίες τους δεν ήταν σωστές, επειδή απλώς δεν είναι σε θέση να δώσουν απολογία. Και πολλοί από αυτούς κέρδισαν τη δίκη.
Το 2009 μια Ιταλίδα η οποία παραδέχθηκε ότι σκότωσε την αδελφή της, έβαλε φωτιά στο άψυχο της σώμα, και ακολούθως αποπειράθηκε να σκοτώσει τους γονείς της, καταδικάστηκε ισόβια. Ομως σε επανάληψη της δίκης το 2011 ο δικηγόρος της κατέθεσε στοιχεία χρησιμοποιώντας μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου και απόψεις γενετιστών και νευρολόγων, στοιχεία με τα οποία κατάφερε να αποδείξει πώς ότι ο εγκέφαλός της είχε εκ γενετής ανωμαλίες. Αποτέλεσμα ήταν το δικαστήριο να μειώσει την ποινή από ισόβια στα 20 χρόνια.
Στα ιατρικά δεδομένα που καταθέτουν ως στοιχεία οι δικηγόροι των κατηγορούμένων, συμπεριλαμβάνουν χτυπήματα στο κεφάλι, προβλήματα στη φυσιολογική λειτουργίας του εγκεφάλου, προβλήματα δομών εκ γενετής, όγκοι που συμπιέζουν δομές και επιπλέον ό,τι αποδεικτικό στοιχείο χρειάζεται για να τεκμηριώσουν την άποψή τους.
Η κ. Φαραχανή πιστεύει ότι οι δικαστές και οι δικηγόροι θα πρέπει να εξειδικευτούν περισσότερο σε τέτοιου είδους θέματα, ούτως ώστε να γνωρίζουν τί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τί όχι. «Ο νόμος κάνει ερωτήσεις που η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει και η επιστήμη απαντά ερωτήσεις που ο νόμος δεν ρωτά. Δεν μπορείς μέσα από μία αξονική τομογραφία εγκεφάλου, να αποδείξεις ότι κάποιος είναι υπεύθυνος ή όχι και να βγάλεις ετυμηγορία», εξηγεί ο Νάιτζελ Ισταμαν, καθηγητής νομικής και ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι άνθρωποι που έχουν διαγνωστεί ως ψυχοπαθείς, εκτός από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, έχουν εγκεφαλικές ανωμαλίες. Υπήρχαν όμως και άλλες υποθέσεις, που δεν ήταν τόσο απλές. Χαρακτηριστική ήταν το 2002 η υπόθεση ενός 40χρονου δασκάλου από τη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, ο οποίος εκδήλωσε ξαφνικά τάσεις παιδοφιλίας. Εκτός από την άνομη σεξουαλική προτίμηση, είχε και συμπτώματα, δηλαδή πονοκεφάλους τόσο έντονους, που κάποιες φορές δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Οταν εισήχθη στο νοσοκομείο, οι γιατροί βρήκαν στον εγκέφαλό του ένα όγκο σε μέγεθος αβγού. Όταν αφαιρέθηκε ο όγκος, ο ασθενής δεν είχε καμία τάση παιδοφιλίας. Λίγο καιρό αργότερα, ο άνδρας αυτός άρχισε να αναζητά στο Ιντερνετ για παιδική πορνογραφία. Τότε, του έκαναν μία μαγνητική εγκεφάλου και βρήκαν ότι ο όγκος επανεμφανίστηκε. Οι γιατροί του αφαίρεσαν τον όγκο και η παιδοφιλία του εξαφανίστηκαν ξανά.
Ενα από τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νομικά συστήματα σύμφωνα με tanea, είναι ο προσδιορισμός της υπευθυνότητας, ανέφεραν στο συνέδριο οι ειδικοί. Σε πολλές περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι ενώ παραδέχονται ότι έχουν διαπράξει την εγκληματική πράξη, εντούτοις πιστεύουν ότι δεν το έκαναν από δόλο, καθώς ήταν προσταγή του ελαττωματικού τους εγκεφάλου.
«Θα πρέπει να βρεθεί μία χρυσή τομή ανάμεσα στην αξιολόγηση των ιατρικών δεδομένων και των νομικών κειμένων, ώστε να μπορεί να δοθεί μια σωστή και δίκαια απόφαση σε όσους έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν τέτοιου είδους προβλήματα φυσιολογίας στον εγκέφαλό τους», καταλήγει η κ. Φαραχανή.