Γράφει ο Παντελής Καρύκας
Το 530 μ.Χ. η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πολεμούσε σκληρά κατά των Σασσανιδών Περσών εισβολέων. Μια μικρή βυζαντινή στρατιά, με επικεφαλής τον περίφημο στρατηγό Βελισάριο, είχε αναπτυχθεί κοντά στην πόλη Δάρας, στα σημερινά σύνορα Τουρκίας – Συρίας. Απέναντί της είχε αναπτυχθεί μια πολύ ισχυρότερη περσική στρατιά.
Καθώς οι δύο στρατοί ήταν αντιμέτωποι εμφανίστηκε ένας Πέρσης ιππέας ο οποίος προκάλεσε, στα ελληνικά, όποιον Βυζαντινό τολμούσε να μονομαχήσει μαζί του. Κανείς δεν εμφανίστηκε, όχι γιατί δεν τολμούσε, όπως αναφέρει ο Προκόπιος, αλλά γιατί είχε δοθεί ρητή διαταγή να μην διασπασθεί η παράταξη για κανένα λόγο. Ο Πέρσης όμως άρχισε, πάντα στα ελληνικά, να κοροϊδεύει τους Βυζαντινούς φωνάζοντας τους ότι ήσαν δειλοί.
Τότε εμφανίστηκε ο υπηρέτης και παιδικός φίλος του Βελισάριου, ο Ανδρέας, ο οποίος παρακάλεσε να του επιτραπεί να μονομαχήσει αυτός με τον Πέρση. Ακόμα και αν σκοτώνονταν, τους είπε, δεν θα δημιουργείτο πρόβλημα, αφού δεν ήταν στρατιώτης και όλοι το γνώριζαν αυτό. Η άδεια του εδόθη και ο Ανδρέας, εξοπλίσθηκε, ίππευσε σε ένα άλογο και όρμησε κατά του Πέρση.
Ο Πέρσης όρμησε και αυτός καταπάνω στον αντίπαλό του. ο Ανδρέας όμως απεδείχθη ταχύτερος και με ένα επιδέξιο κτύπημα με τη λόγχη έριξε τον Πέρση κάτω από το άλογο. Ο θώρακας του Πέρση άντεξε στο πλήγμα. Κατά την πτώση όμως έπεσε με το κεφάλι και ζαλίστηκε. Πριν προλάβει να συνέλθει, ο Ανδρέας αφίππευσε δίπλα του και τον αποκεφάλισε.
Ο Βελισάριος τίμησε τον Ανδρέα χαρίζοντας του ένα ασημένιο κράνος και μια λόγχη, στολισμένη με λευκή σημαία, σημάδι θάρρους. Την ίδια ώρα, όμως, ένας άλλος Πέρσης ευγενής ιππέας, όχι νεαρός αλλά άνδρας ώριμος και άξιος στα πολεμικά, όπως έδειχναν οι κινήσεις του, βγήκε και πάλι από τις περσικές γραμμές για να προκαλέσει σε μονομαχία όποιον τολμούσε να τον αντιμετωπίσει. Ξαφνικά όμως εμφανίστηκε και πάλι ένας ιππέας να περνά μέσα από τις ατάραχες γραμμές του Βυζαντινού Στρατού και να καλπάζει εναντίον του εχθρού. Ο ιππέας φορούσε ένα ασημένιο κράνος και κρατούσε σφικτά στο χέρι μια λόγχη με μια μικρή λευκή σημαία επάνω. Ήταν και πάλι ο Ανδρέας.
Αμέσως ο Πέρσης στράφηκε κατά του Ανδρέα προτάσσοντας τη λόγχη του. Οι δύο ιππείς χύθηκαν ο ένας καταπάνω του άλλου. Οι λόγχες τους έσπασαν καθώς προσέκρουσαν με δύναμη πάνω στους ισχυρούς τους θώρακες. Τα άλογα τους όμως έπεσαν επίσης το ένα πάνω στο άλλο και οι δύο αντίπαλοι βρέθηκαν ξαπλωμένοι άνω στο χώμα. Οι δύο άνδρες, τραυματισμένοι και οι δύο κατέβαλαν την ύστατη ικμάδα της δύναμης τους για να σηκωθούν και πάλι όρθιοι και να αρπάξουν τα όπλα τους.
Και πάλι ο Ανδρέας απεδείχθη ταχύτερος. Την ώρα που ο Πέρσης επιχειρούσε να σηκωθεί δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο και ξαναέπεσε στο έδαφος. Πριν προλάβει να συνέλθει από το κτύπημα ο Ανδρέας, τον άρπαξε από το πόδι και τον ξαναέριξε στο έδαφος με κρότο και με το ίδιο μαχαίρι τον σκότωσε. Ο Ανδρέας μετέφερε και πάλι τον νεκρό Πέρση στις βυζαντινές γραμμές, την ώρα που οι στρατιώτες έψαλλαν τον νικητήριο παιάνα.