Γράφει η Φιλοθέη Βαρσαμή, νομικός
Έχετε περάσει πρόσφατα καθόλου από Ομόνοια; Πέρασα και υπέστην σοκ. Η καρδιά της πόλης, όπως όλη η πόλη και χειρότερη: σάπια, βρώμικη, παρατημένη. Εξαρτημένοι, άστεγοι, άνεργοι αλλοδαποί, εκδιδόμενες κοπέλες, βιαστικοί περαστικοί που «δεν κοιτάνε», εξοικειωμένοι με το θέαμα και την κατάσταση καταστηματάρχες. Βρωμιά, πολλή βρωμιά και μπόχα, τα ξενοδοχεία της γνωστής οικογενείας θλιβερά παρατημένα, εμπόριο τύπου “κινέζικων”, συναλλαγές παρανόμων, στη συμβολή με Αθηνάς, δυσωδία υπονόμου και στον τοίχο του Χόντου “αχ ελλάδα σ’ αγαπώ” και μια σημαιάρα.
Επιστρέφοντας προς γραφείο πέρασα και από Σύνταγμα (κάτω πλατεία). Βρώμικο, τίγκα στους (νόμιμους? παράνομους?) μικροπωλητές, παρηκμασμένο. Κάτι τύποι με κόκκινες μπλούζες και απλωμένο ένα πανό ανάμεσα σε δύο δέντρα διαμαρτύρονταν για κάτι, ξεχειλισμένοι κάδοι, άστεγοι σε παγκάκια, ελάχιστοι απορημένοι τουρίστες, παιδιά διαφημιστικών γνωστής εταιρίας τηλεφωνίας που εκμεταλλεύεται την ανεργία και κοροϊδεύει πιτσιρίκια ότι αν φέρουν έναν αστρονομικό αριθμό συμβολαίων θα τους δώσει τον βασικό και λίγο παραπάνω (αλλά αν τους φέρουν λιγότερα από το άπιαστο μίνιμουμ δεν θα πάρουν τίποτα).
Πενταβρώμικη η πλατεία, φαγωμένα από τα πατίνια και πουά από τις τσίχλες τα σκαλιά της μεγάλης σκάλας, μουτρωμένοι οι περαστικοί. Μιλάμε για κανονικό ψυχοπλάκωμα, ένα μάγκωμα που σου μαυρίζει την καρδιά και τη διάθεση.
Βαρέθηκα να πάρω μετρό, κατηφόρισα με τα πόδια προς πύλη Αδριανού. Το ευλογημένο σημείο που τελειώνει το Ζάππειο, πιάνουν οι στύλοι, ξεμυτίζει η Ακρόπολη και βρίσκεις δεξιά και λίγη Πλάκα, ευτυχώς υπενθυμίζει ακόμα πόσο όμορφη μπορεί να είναι αυτή η πόλη υπό φθινοπωρινή λιακάδα. Και από τη στιγμή που πέρασα από το “”ευλογημένο” “σημείο””, σκέφτομαι ότι θέλω πίσω την ομόνοιά “μου”: καθαρή, στρόγγυλη, βουερή και «κυρία». Το σύνταγμά “μου”: αξιοπρεπές, νοικοκυρεμένο, προσπελάσιμο, ασφαλές.
ΥΓ: First, we take omonoia/syntagma. Then, we take Berlin!