Tα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης για να στηρίξει τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι “δεν περιέχουν κρατική ενίσχυση”.
Η Επιτροπή κατέληξε ότι, στο πλαίσιο του καθεστώτος προστασίας περιουσιακών στοιχείων (το λεγόμενο σχέδιο «Ηρακλής»), το ελληνικό Δημόσιο θα αμείβεται σύμφωνα με τους όρους της αγοράς για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει όταν παρέχει εγγύηση για τιτλοποιημένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
“Εάν ένα κράτος μέλος παρεμβαίνει ως ιδιώτης επενδυτής και αμείβεται για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει όπως θα έπραττε ένας ιδιώτης επενδυτής, οι παρεμβάσεις αυτές δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση”, σημειώνει η σχετική ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι “ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο που θέσπισε η Ελλάδα δεν ενέχει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ”.
«Εκφράζω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι, από κοινού με την ελληνική κυβέρνηση, καταλήξαμε σε λύση συμβατή με την αγορά για την αντιμετώπιση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βαρύνουν τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών.Το σχέδιο που εγκρίναμε σήμερα είναι ένα ακόμη καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να βοηθούν τις τράπεζες να εκκαθαρίζουν τους ισολογισμούς τους χωρίς να τους χορηγούνται ενισχύσεις ή να στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός», δήλωσε σχετικά η Επίτροπος Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, το σχέδιο «Ηρακλής» επιδιώκει να διευκολύνει τις τράπεζες να τιτλοποιούν και να αφαιρούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους ισολογισμούς τους. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, ένας μεμονωμένης διαχείρισης φορέας τιτλοποίησης θα αγοράζει μη εξυπηρετούμενα δάνεια από την τράπεζα και θα πωλεί τίτλους σε επενδυτές. Το κράτος θα παρέχει την εγγύηση του Δημοσίου για τους τίτλους υψηλής εξασφάλισης του φορέα τιτλοποίησης, οι οποίοι είναι χαμηλότερου κινδύνου. Σε αντάλλαγμα, το Δημόσιο θα λαμβάνει αμοιβή σύμφωνη με τους όρους της αγοράς. Στόχος είναι η προσέλκυση ευρέος φάσματος επενδυτών και η στήριξη των τραπεζών στις συνεχιζόμενες προσπάθειές τους να μειώσουν το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους.
Από την αξιολόγηση της Επιτροπής προέκυψε ότι οι κρατικές εγγυήσεις θα παρέχονται έναντι αμοιβής με όρους της αγοράς ανάλογα με τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται, δηλαδή όπως θα ήταν αποδεκτό για έναν ιδιώτη επιχειρηματία υπό τους όρους της αγοράς Σύμφωνα με τη Επιτροπή, αυτό εξασφαλίζεται ιδίως με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:
Πρώτον, ο κίνδυνος για το κράτος θα είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι η κρατική εγγύηση ισχύει μόνο για το τμήμα ανώτερης εξασφάλισης των τίτλων που πωλεί ο φορέας τιτλοποίησης. Ένας εγκεκριμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανεξάρτητος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα καθορίζει τη διαβάθμιση του τμήματος ανώτερης εξασφάλισης.
Δεύτερον, η κρατική εγγύηση για το τμήμα ανώτερης εξασφάλισης θα τίθεται σε ισχύ μόνον εάν το ήμισυ και πλέον των μη εγγυημένων επισφαλών τμημάτων έχει πωληθεί επιτυχώς σε ιδιώτες συμμετέχοντες στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται ότι η κατανομή των κινδύνων των διαφόρων τμημάτων θα δοκιμάζεται και θα επιβεβαιώνεται από την αγορά προτού το Δημόσιο αναλάβει οποιονδήποτε κίνδυνο.
Τρίτον, η αμοιβή του Δημοσίου για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει θα είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς. Το τέλος εγγύησης θα βασίζεται σε δείκτη αναφοράς της αγοράς και θα αντιστοιχεί στο επίπεδο και τη διάρκεια του κινδύνου που αναλαμβάνει το Δημόσιο όταν χορηγεί την εγγύηση. Τούτο σημαίνει ότι το καταβαλλόμενο τέλος εγγύησης αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τη διάρκεια του ανοίγματος του κράτους. Η εν λόγω διάρθρωση των τελών, καθώς και ο διορισμός εξωτερικού διαχειριστή, αποσκοπούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της πιθανότητας ανάκτησής τους.
Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν περιέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.