Ομιλία Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου προς τον Όμιλο Γυναικών Μόρφου στις 19 Νοεμβρίου 2013 (Οίκημα Διγενή Ακρίτα στη Λευκωσία)
Οι Ακρίτες στην νεότερη ιστορία της Κύπρου έχουν μελετηθεί μόνο φιλολογικά και αυτό έχει προκαλέσει διάφορες παρεξηγήσεις. Υπάρχουν πέντε εκδοχές περί Ακριτών. Αν δείτε τα ονόματα των μελετητών, οι πλείστοι είναι λαογράφοι και φιλόλογοι∙ μόνον ένας είναι ιστορικός και αυτός, δυστυχώς, το 1972 παρέδωσε τους εκλεκτούς ακρίτες στους Παυλικιανούς, που ήταν αιρετικοί. Οπωσδήποτε δεν είναι αυτή η καταγωγή των Ακριτών. Στις μέρες μας γίνονται αρκετές έρευνες γύρω από το ακριτικό τραγούδι και την παρουσία των Ακριτών —γιατί τους διεκδικούν και οι Κούρδοι.
Η σημερινή μας ομιλία οφείλει να είναι στραμμένη προς το ιστορικό παρελθόν, αλλά και προς στο σημερινό γίγνεσθαι. Γιατί οι Κούρδοι διεκδικούν τους Ακρίτες που εμείς τους εξορίσαμε στα όρια του μύθου; Η περιοχή από την Αλεξανδρέττα, το Χαλέπι της Βόρειου Συρίας, την Ούρφα δηλαδή την παλαιά Έδεσσα της Τουρκίας, τα Σαμόσατα, όπου κατοικούσε ο Διγενής Ακρίτης, έως και τα σύνορα σχεδόν της σημερινής Περσίας της λεγόμενης Μεσοποταμίας υπήρξαν τα μέρη που έζησαν οι Ακρίτες, ο Διγενής Ακρίτας και οπωσδήποτε πολλοί από τους προγόνους μας, που το αίμα τους είναι μέσα στο αίμα μας.
Πρόσωπα, παραδόσεις, θρύλοι και μύθοι, ήρωες και Άγιοι, συνιστούν την ιστορική και πνευματική αυτοσυνειδησία των Κυπρίων. Εξαιρέτως δε των κατοίκων της Μόρφου, αλλά και ολοκλήρου της βορειοδυτικής Κύπρου. Έχοντας αυτή την ιστορική συνείδηση οι Μορφίτες, ονόμασαν το ιστορικό αθλητικό σωματείο τους, «Διγενής Ακρίτας Μόρφου». Αργότερα ο Λουκής Ακρίδας —αξίζει να προσέξουμε το επίθετό του — δανείζεται το επίθετο του Διγενή Ακρίτα και γίνεται Ακρίτας από Ακρίδας και μεταμορφώνεται έτσι σε φορέα της μυθιστορίας του κάμπου που τον γέννησε, της πόλεως της Μόρφου. Όλα αυτά τον 20ό αιώνα.
Πολύ πιο πριν από τους προαναφερθέντες, δύο μεγαλομάρτυρες, ο Άγιος Μάμας ο Μυροβλύτης και ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, γίνονται προστάτες των ακριτικών στρατιωτικών ταγμάτων και δια της Μόρφου, ολόκληρη η Κύπρος μέσα από τις ποικίλες ιστορικές περιπέτειες και διαδρομές της γίνεται θεματοφύλακας της τιμής του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Μάμαντος του Μυροβλύτου. Οι νεότεροι Κύπριοι γίνονται κληρονόμοι της Μικρασιατικής πνευματικότητος και κληροδόχοι των θρυλικών Ακριτών.
Η μελέτη αυτή σκοπό έχει να αναδείξει την ιστορικότητα των Ακριτών, να τους ελευθερώσει από τον ρομαντισμό του θρύλου και του μύθου και να προσφέρει στους νεότερους Κυπρίους, την ιστορική συνείδηση που κινδυνεύουν να χάσουν μέσα από τα ευρωπαϊκά στολίδια, που μας φόρεσε η δυτική φιλολογία και η καταναλωτική υστερία. Στους Ακρίτες οφείλουμε πολλά, που θα υποδειχθούν στη συνέχεια της ομιλίας μας. Στην αρχή περιγράφουμε την ακμή και παρακμή των Ακριτών και στη συνέχεια το πώς επηρέασαν την Κύπρο με την παρουσία τους, όσο και στη διαχρονική μετοικεσία πληθυσμών Αλαμανών και Μικρασιατών Αγίων, εικόνων και αγίων λειψάνων, από την Μικρασία και Συροπαλαιστίνη, όχι μόνον τραγουδιών, σε βαθμό που ξένοι και δικοί μας να θεωρούν τους τόπους τούτους, πνευματική ενδοχώρα των Κυπρίων.
Βίος του Διγενή Ακρίτα
Πολλές φορές φιλόλογοι και λαογράφοι του 20ού αιώνος απομόνωσαν τους Ακρίτες και εξαιρέτως τον Βασίλειον Διγενήν σε βαθμό που να εμφανίζεται ως μύθος που ομοιάζει με αρχαιοελληνικό γίγαντα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να παρουσιάζεται σαν ο Ηρακλής της Χριστιανοσύνης. Όπως γράφει ο μελετητής των Ακριτών Στυλιανός Αλεξίου, που κατά συγκυρία εκοιμήθη πριν μερικές μέρες, γιος της Έλλης Αλεξίου, αδελφότεκνος της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της πρώτης συζύγου του Καζαντζάκη από την Κρήτη, η σχέση του Ακρίτη επαληθεύεται από την ιστορική πραγματικότητα μιας ορισμένης εποχής του Βυζαντίου. Ας δούμε μαζί τον βίο του Διγενή Ακρίτα, με κάποιες ποιητικές υπερβολές.
Ο Διγενής έλαβε το όνομά του ένεκα της καταγωγής του από δύο γένη: από Άραβα πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Ο πατέρας του, ο Εμίρης της Μελιτινής της Συρίας Μουσούρ, σε μια από τις επιδρομές του, απ’ αυτές που κάνανε οι Άραβες Εμίρηδες στον Βυζαντινό χώρο – όπως άλλωστε και οι Βυζαντινοί στη Συρία – βρήκε αφύλακτο το κάστρο του Ανδρόνικου Δούκα,[1] γιατί ο αυτοκράτορας τον είχε εξορίσει και οι πέντε γιοί του πολεμούσαν στα σύνορα. Αρπάζει την ακριβοφυλαγμένη μοναχοθυγατέρα του Δούκα. Η μητέρα της κατόρθωσε να γλυτώσει και στέλνει μήνυμα στους γιούς της, καταδιώκουν τον Εμίρη, τον προφτάνουν και γυρεύουν πίσω την αδελφή τους. Ο Εμίρης ζητά να παλέψει με έναν από τους αδελφούς και ο κλήρος πέφτει στον νεότερο, τον Κωνσταντίνο. Ο οποίος είναι ο πιο ανδρειωμένος και νικά τον περήφανο Εμίρη. Ο Εμίρης τους δίνει το δακτυλίδι του, που θα τους επιτρέψει την είσοδο στον καταυλισμό των Σαρακηνών. Εκεί αναζητούν μάταια την αδελφή τους, γυρίζουν στον Εμίρη, τον φοβερίζουν και απαιτούν την απελευθέρωση της αδελφής τους. Ο Εμίρης είναι πρόθυμος να τους ικανοποιήσει, αν του την δώσουν για γυναίκα, οπότε εκείνος και το ασκέρι του θα γίνουν Χριστιανοί. Γίνεται ο Εμίρης Μουσούρ Χριστιανός και επέρχεται έτσι συμφιλίωση. Βρίσκουν ανέγγιχτη την αδελφή τους και ξεκινούν όλοι για το κάστρο του Ανδρόνικου Δούκα, όπου γίνεται ο γάμος. Ύστερα από ένα χρόνο γεννιέται ο Βασίλειος Διγενής, που παίρνει το όνομα αυτό από τη διπλή καταγωγή του, όπως προαναφέραμε, από τον Σαρακηνό πατέρα και την Ελληνίδα μητέρα.
Ο Διγενής, όταν μεγαλώνει, νυμφεύεται την πανέμορφη Ευδοκία. Φίλους του έχει τους τριακόσιους Μαυροορίτες Ακρίτες. Αργότερα αυτοί, «ὅτε ἐγνώσθη ὅτι ἀποθνῄσκει, συνηθροίσθησαν ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ πολλοὶ ἐκ Συρίας καὶ Μεσοποταμίας, ἀπὸ Ἀμίδης καὶ ἀπὸ τοῦ Μαύρου Ὄρους. «Τριακόσιοι ἐπίλεκτοι νέοι περιεκύκλουν τὴν κλίνην τοῦ ἐπιθανατίου ἥρωος καὶ οἱ τριακόσιοι ἔμορφοι καὶ κόκκινα φοροῦσιν, βαστοῦν σπαθιὰ ὁλοψήφωτα καὶ στέκουν ἔμπροσθέν του• τοὺς εἶχε πάντας φύλακας εἰς τὰς στενὰς κλεισούρας καὶ ἐφύλαττον τὴν Ρωμανίαν ἀπὸ βάρβαρα ἔθνη»[2]. Η Ρωμανία είναι η ρωμιοσύνη, η αυτοκρατορία των Ρωμαίων. Το Βυζάντιο.
Ο Βασίλειος Διγενής και οι φίλοι του οι Ακρίτες έδρασαν στον Ευφράτη ποταμό, στην περιοχή των Σαμοσάτων, και η δράση τους έφτανε από τα στενά της Καππαδοκίας μέχρι και τα στενά της Κιλικίας. Χρονικά τα πραγματικά συμβάντα τοποθετούνται στους 9ο και 10ο αιώνα. Ὁ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στο έργο του «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιοχείας», γράφει σχετικά: «Ἐν Καππαδοκίᾳ συνήντησεν ὁ Διγενὴς τὸν Βασιλέα τοῦ Βυζαντίου Ρωμανὸν Λεκαπηνὸν (912-944).»[3] Έτσι ο Διγενής και οι φίλοι του οι Ακρίτες μπήκαν στα τραγούδια και στα έπη, στους θρύλους και τους μύθους και, όπου πήγαν οι Ακρίτες και οι πρόσφυγες Καππαδοκίας και Κιλικίας, πήγαν και τα τραγούδια και οι θρύλοι τους. Η Κύπρος, όπως γράφουμε και αλλού, διεφύλαξε τα αρχαιότερα τραγούδια, δείγμα της σχέσης που είχε με τη γειτονική νοτιοανατολική Μικρά Ασία και Βόρειο Συρία.
Ο ηρωϊκός Διγενής Ακρίτας εκοιμήθη ειρηνικά στο παλάτι που έχτισε στον Ευφράτη ποταμό, με μοναδική του έγνοια την αγαπημένη του σύζυγο Ευδοκία. Ο λόγος για τον οποίο ο Διγενής έχτισε το σπίτι του στον Ευφράτη ήταν γιατί ο ποταμός εκείνος ήταν το σύνορο της Αυτοκρατορίας των Ρωμηών. Στα Δημοτικά τραγούδια συχνά επικαλείται τη βοήθεια της Παναγίας και των Αγίων, που τον προστατεύουν, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Μάμα και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Σε Κυπριακά, Ποντιακά και Κρητικά τραγούδια, αναφέρεται ότι ο Διγενής στην επιθανάτιο κλίνη του, με το τελευταίο αγκάλιασμά του, πνίγει την γυναίκα του για να μην την πάρει άλλος![4] Η δραματικότητα σε όλη της την ένταση!
Κατά τη Γερμανίδα ερευνήτρια και συγγραφέα, κυρία Εντβίγη Λύντεκε, σε βιβλίο της που εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών το 1994 με τίτλο, «Ἑλληνικά Δημοτικά Τραγούδια – τά Ἀκριτικά», γράφει για τον «βασικό πρωταγωνιστή των Ακριτικών τραγουδιών, Βασίλειο Διγενή Ακρίτα, ότι έζησε πραγματικά τον 9ο αιώνα και γύρω από την προσωπικότητά του έπλεξε ο μύθος της περικοκλάδες του».[5] Ομοίως, και ο Μορφίτης Ακαδημαϊκός, Νικόλαος Κονομής, σε σχετική επιστημονική ανακοίνωσή του, αναφέρει ότι, «ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας έζησε τον 9ο αιώνα και απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Γι᾽ αυτόν μας πληροφορούν τα γνήσια δημοτικά τραγούδια, αλλά και η λογία παράδοση, που είναι τα έξι μοναστηριακά χειρόγραφα του έπους του Διγενή Ακρίτα».[6] Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο Νικόλαος Κονομής είναι ο μοναδικός, αν δεν απατώμαι, Κύπριος ακαδημαϊκός ο οποίος ασχολήθηκε εκτενώς με τα ακριτικά τραγούδια, με εμπεριστατωμένη μελέτη και έρευνα. Ο πρώτος λόγος που ο ίδιος έδειξε ενδιαφέρον είναι γιατί μέσα του κυλούσε το ακριτικό γονιδίωμα και δεύτερο γιατί αντελήφθη ότι ο Διγενής Ακρίτας θα διεκδικηθεί στο μέλλον, λόγω της τεράστιας σημασίας που έχει για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, από πολλούς, όχι μόνο ορθοδόξους ή χριστιανούς. Σήμερα οι μουσουλμάνοι, οι Ρώσοι και οι Κούρδοι, όπως προανέφερα, αλλά και οι βαλκανικοί λαοί, διεκδικούν τον Διγενή Ακρίτα.
Οι Ακρίτες διάδοχοι των Λιμιτανέων
Ακρίτες αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη τα ονόμαζαν «άκρες». Οι Ακρίτες αντικατέστησαν τους Λιμιτανέους (militeslimitaneos) των αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης, τους οποίους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει μονίμως στα σύνορα για να προφυλάσσουν τη χώρα από αιφνιδιασμούς και επιδρομές των βαρβάρων. Τον όρο Λιμιτανέοι, από τό limes, που σημαίνει σύνορα, τον συναντούμε από τα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565) μέχρι τον 10ο αιώνα. Από τον 10ο αιώνα ως και το 1204, ο όρος αντικαθίσταται από τον όρο Ακρίτης. Το Ακρίτας με –α στο τέλος της λέξης είναι νεωτερισμός των Φιλολόγων του 20ού αι. Στα αρχαία χειρόγραφα απαντά η λέξη Ακρίτης. Στο έπος του Διγενή (κατά το χειρόγραφο της βιβλιοθήκης Εσκοριάλ), υπάρχει η εξής επιγραφή: «Ο θαυμαστός Καππάδοκας Βασίλειος Ακρίτης».
Ο όρος Ακρίτης συναντάται σε βυζαντινές στρατιωτικές πραγματείες του 10ου και 11ου αιώνα, για να δηλώσει τους κατοίκους και τους υπερασπιστές των ανατολικών συνόρων του Βυζαντίου. Τα κατορθώματα των Ακριτών εναντίον των μουσουλμάνων, ενέπνευσαν κατά πρώτον τα ακριτικά τραγούδια και ύστερα έγινε η σύνθεσις του έπους του Διγενή Ακρίτα από λογίους – καλογήρους του 11ου – 12ου αιώνα. Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα παλαιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που σώζονται και συγγενεύουν με το «Έπος του Διγενή Ακρίτα». Ωστόσο διατηρούν μεγάλες διαφορές με το έπος, που δεν είναι του παρόντος να τις αναλύσουμε. Αυτό που πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι τόσο τα ακριτικά τραγούδια όσο και το έπος του Διγενή Ακρίτα είναι ανατολική ποίηση, που στην Κύπρο και τον Πόντο μεταδιδόταν προφορικά από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, μέχρι και τα μέσα του εικοστού αιώνα. Έχω βρει πάνω από δέκα που τα υπογράφουν Μορφίτες του 1905 και από άλλες περιοχές της Κύπρου. Από την εποχή που άρχισε ο δήθεν «εξευρωπαϊσμός» μας, τα ακριτικά τραγούδια παραγκωνίστηκαν. (Η αιτία για την οποία φτάσαμε στην οικονομική κρίση, είναι ότι ως έθνος εγκαταλείψαμε όλη αυτή την παράδοση και υιοθετήσαμε κάτι που δεν είμαστε.)
Στους Ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αράβων και των Απελατών (μεσαιωνικοί κλέφτες). Ήταν δηλαδή ένα είδος μονίμων γεωργών φρουρών και στρατιωτών με πολλά προνόμια και ψηλούς κινδύνους. Οι στρατιώτες γεωργοί είχαν κληρονομικά κτήματα, τα λεγόμενα στρατιωτόπια, παραπέμπω στο όνομα της κοινότητας Κατωκοπιά – βυζαντινές ονομασίες, τα οποία σε καιρούς ειρήνης τα καλλιεργούσαν και τα προστάτευαν από τους Απελάτες αλλά και τους ισχυρούς γαιοκτήμονες, τους λεγόμενους Δυνατούς. Σε εποχές επιθέσεων των Αράβων, οι στρατιώτες γεωργοί, είχαν το άλογό τους, τον «μαύρον» τους, τα όπλα τους και μεταμορφώνονταν σε ατρόμητους Ακρίτες. Όταν επρόκειτο να ζωγραφιστεί η καινούργια εικόνα του Αγίου Νικήτα, οι πρόσφυγες του Νικήτα Μόρφου, μου επιστούσαν την προσοχή στο ότι το άλογο του Αγίου έπρεπε να είναι μαύρο. Διερωτήθηκα γιατί να επιμένουν το άλογο να είναι μαύρο. Κατόπιν μελέτης, αντιλήφθηκα ότι είχαν δίκαιο οι άνθρωποι γιατί μέσα στους Ακρίτες Αγίους, εκτός από τον Άγιο Μάμα και τον Άγιο Γεώργιο που είναι κορυφαίοι, συγκαταλέγονται και οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Προκόπιος και ο Άγιος Νικήτας. Και στην παλαιά εικόνα που είχαν στον Νικήτα, το άλογο ήταν μαύρου χρώματος. Διαβάζοντας ακριτικά τραγούδια, ο Διγενής δεν λέει φέρτε το άλογό μου αλλά φέρτε μου τον «μαύρον» μου.
Τον αριθμό των Ακριτών μείωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν εγκατέστησε πολλούς από αυτούς στις πόλεις. Την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού το σώμα των Ακριτών σχεδόν διαλύθηκε, αλλά όταν ξεκίνησαν οι επιδρομές των Αράβων, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, το σώμα των Ακριτών αναπτύχθηκε πάλι και διατηρήθηκε μέχρι τους χρόνους των εικονομάχων.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, νικητής των Αράβων, αναφέρει τα εξής για τα στρατιωτικά αυτά σώματα (Περί παραδρομής πολέμου, Κεφ.2): «Τούς τῶν μεγάλων ἀκριτικῶν θεμάτων τήν πρόνοιαν ἀναδεχομένους καί ὑπό τήν αὐτῶν ἐπικράτειαν τάς κλεισούρας ἔχοντας πάσῃ μηχανῇ καί προθέσει καί ἀγρύπνῳ ἐπιμελείᾳ προσήκει σπουδάζειν καί ἀγωνίζεσθαι τάς τῶν Ρωμαίων χώρας διαφυλάττειν τῆς τῶν πολεμίων ἐπιδρομῆς ἀσινεῖς και ἀνεπηρεάστους, βιγλάτορας ρωμαλέους και ἐπιτηδείους καί τάς ὁδούς εἰς ἄκρον ἐπισταμένους.»
Με πολλή σαφήνεια και συντομία καθορίζονται σ’ αυτό το απόσπασμα τα καθήκοντα των στρατιωτών, από τον μέγα στρατηλάτη Νικηφόρο Φωκά Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς (963-969) που ελευθέρωσε την Κρήτη και την Κύπρο από τους Άραβες το 965: πρέπει με άγρυπνη φροντίδα να μεριμνούν και να αγωνίζονται ώστε να παραμένει ασφαλής η χώρα των Ρωμαίων από εχθρικές επιδρομές• να χρησιμοποιούν κάθε μέσο («πάσῃ μηχανῇ») και να είναι «βιγλάτορες ρωμαλέοι και επιτήδειοι». Αυτοί οι βιγλάτορες (=φύλακες, φρουροί) των ακριτικών θεμάτων έμειναν στην ιστορία και είναι γνωστοί με το όνομα ακρίτες επειδή ήταν κυρίως φύλακες των άκρων.[7]
Η σπουδαιότητά τους μειώθηκε μετά τα πολεμικά κατορθώματα του Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος συνέτριψε τους Άραβες και τους άφησε για πολύ καιρό ανίκανους για επιδρομές. Στη συνέχεια ο Μανουήλ ο Κομνηνός τους οργανώνει και πάλιν, σε βαθμό που ονομάζεται ο αυτοκράτορας αυτός, ο νέος Ακρίτης. Τους αξιοποιεί επίσης ο άγιος Αυτοκράτορας Ιωάννης ο Βατάτζης.
Το 1261 ο Μιχαήλ Η΄ο Παλαιολόγος[8] ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη, η οποία από το 1204 είχε καταληφθεί από τους Σταυροφόρους. Ο Παλαιολόγος έδωσε όλες του τις ελπίδες στους Ευρωπαίους μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και δεν αντιλήφθηκε την αξία και τη σημασία των Ακριτικών ταγμάτων. Ποιός θα αντιμετώπιζε δηλ. τους Σελτζούκους, τους Μογγόλους και τους Οθωμανούς Τούρκους; Όταν ήρθαν αυτοί, τα σύνορα της Ανατολής ήταν ρημαγμένα γιατί δεν υπήρχαν οι Ακρίτες να τα προστατεύσουν. Ο εξ ανατολών κίνδυνος, μόνο με την ακριτική αντίσταση θα μπορούσε να αναχαιτιστεί.
Αργότερα, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος διέλυσε ουσιαστικά τους Ακρίτες, όταν κατάργησε το αφορολόγητο και τους επέβαλε φόρους. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, αφού πολλοί από τους Ακρίτες αγανάκτησαν και συντάχτηκαν με τους Σελτζούκους Τούρκους, που την εποχή εκείνη είχαν ήδη αναπτυχθεί στις μικρασιατικές χώρες. Οι υπόλοιποι Ακρίτες, αφού δεν είχαν προσωπικό ενδιαφέρον για την τήρηση της ασφάλειας των συνόρων, παραμέλησαν τη φύλαξή τους, με αποτέλεσμα αυτά να αφεθούν ανοιχτά στους Τούρκους και τον επεκτατισμό τους.
Την εποχή της δόξας τους (7ος – 10ος αιώνας) οι Ακρίτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίων των Σαρακηνών και των Απελατών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, ιδιαίτερα στις παραμεθόριες μικρασιατικές περιοχές του Πόντου, της Καππαδοκίας και του Αμανού ή Μαύρου Όρους, όπως είναι γνωστό στις βυζαντινές πηγές. Αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωϊκού (ανάλογου με αυτό της μεσαιωνικής Δύσης), στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωϊκής, της λεγόμενης «ακριτικής». Λείψανα αυτής της ποίησης διατηρούνται μέχρι και σήμερα στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια μας, και ιδιαίτερα στο σωζόμενο σε χειρόγραφα μεσαιωνικό «έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα». Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε και τους υπόλοιπους εξυμνούμενους ήρωες Ακρίτες, όπως ο Ανδρόνικος, ο Αρμούρης, ο Βάρδας Φωκάς, ο Νικηφόρος, ο Πετροτράχηλος, ο Πορφύρης, ο Κωνσταντάς, ο Θεοφύλακτος και άλλοι.
Σχέσεις Ακριτών και Κύπρου
Το 649 μ.Χ. αρχίζουν οι Αραβικές επιδρομές, πλήττοντας κυρίως τις παραλιακές πόλεις της Κύπρου. Στην 2η Αραβική επιδρομή (653/4), πλήττεται αλλά δεν διαλύεται η πρωτεύουσα της περιοχής μας. Αυτή η επιγραφή των Σόλων του 655 διασώζει και την ημερομηνία και την περιγραφή της δεύτερης επιδρομής και σώζεται σήμερα μετά από δική μας πρωτοβουλία. Συγκεκριμένα βρίσκεται στην κατεχόμενη Μητρόπολη Μόρφου και οι άνθρωποι εκεί την διαφυλάττουν ως κόρη οφθαλμού γιατί θεωρούν ότι έχει και για αυτούς ιστορική σημασία. Το 688 υπογράφεται μεταξύ αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Β΄ και Άραβα χαλίφη Αμπντ άλ-Μαλίκ η συνθήκη απομάκρυνσης των Μαρδαϊτών από περιοχές του Λιβάνου και της Συρίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι από τους Μαρδαΐτες Ακρίτες προέρχονται και πολλοί εκ των Μαρωνιτών τόσο του Λιβάνου όσο και της Κύπρου. Επομένως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κοντά στη Μόρφου κατοικούν και Μαρωνίτες. Ούτε ότι δίπλα στη Μόρφου βρίσκεται το Συριανοχώρι, το χωριό των Σύρων, αλλά επίσης και το ότι, σύμφωνα με έρευνα τοπωνύμιων που έχουμε κάνει, στο κέντρο του Συριανοχωρίου υπάρχει το τοπωνύμιο «Συριάνος». Μέρος του πληθυσμού των Μαρδαϊτών του Λιβάνου, μεταφέρεται στην Αττάλεια[9] και ενισχύεται έτσι ο βυζαντινός ναύσταθμος —ο 6ος στόλος της εποχής εκείνης. Από τη μια υπήρχε ο κόλπος της Αττάλειας και από την άλλη ο κόλπος της Μόρφου. Αυτοί οι δυο κόλποι συνομιλούσαν και συνεργάζονταν. Δημιουργείται έτσι το θέμα των Κιβυρραιωτών, ναυτικό θέμα υπεύθυνο για την αναχαίτιση του αραβικού στόλου που έδρασε στα όρια της Ανατολικής Μεσογείου με έδρα την Παμφυλία – Ρόδο. Το 690 ο Ιουστινιανός ο Β΄ απελπίστηκε και σκέφτηκε ότι η Κύπρος δεν έχει σωτηρία και έτσι μεταφέρει στην Κύζικο του Ελλησπόντου τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου μαζί με πλήθος λαού και προύχοντες του τόπου. Επικίνδυνη στιγμή για το νησί μας. Αν έμενε για πάντα εκεί ο Αρχιεπίσκοπος και οι προύχοντες, η Κύπρος θα έμενε για πάντα αραβική. Το 699 ο διάδοχος του Ιουστινιανού του Β, Αψίμαρος Τιβέριος, επαναπατρίζει τους Κυπρίους και τον Αρχιεπίσκοπό τους στη νήσο. Αυτό δείχνει ότι η Κύπρος παραμένει ζωτικό κομμάτι της αυτοκρατορικής επικράτειας και προμαχώνας κατά των Αράβων. Την εποχή αυτή συμπράττουν οι Κύπριοι με τους εν Ατταλεία φρουρούντες Μαρδαΐτες και οι Άραβες δεν κατορθώνουν, κατά τον Κωνσταντίνο Σάθα, να «παγιώσωσιν ἐν Κύπρῳ τήν δυναστείαν αὐτῶν ὡς ἐν Κρήτῃ, χάρις εἰς τούς φρουρούντας ταύτην Κιβεριώτας καί Μαρδαΐτας, τῶν ὁποίων ἡ ἱστορία μετ’ ἐπαίνων ἀναγράφει τάς ἀριστείας»[10]. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη οι Άραβες κατέλαβαν ολόκληρη την Κρήτη και ότι οι Κρητικοί έζησαν 250 χρόνια αραβοκρατία με κίνδυνο σχεδόν να χάσουν την πίστη τους. Για αυτό το λόγο, ελευθερώνοντας τους ο Νικηφόρος Φωκάς, προσκάλεσε στο νησί τρεις αγίους για να κάνουν ιεραποστολή ούτως ώστε οι Κρήτες να ξαναγίνουν χριστιανοί. Παράλληλα, στην Κύπρο δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει αραβοκρατία. Εντούτοις, υπήρχαν αραβικές επιδρομές γιατί είμαστε Βυζαντινοί – Ρωμηοί. Συγκεκριμένα, οι Κύπριοι άνοιγαν τα λιμάνια τους όταν ερχόταν ο στόλος από τα λιμάνια του Ανεμουρίου, την Ταρσό της Κιλικίας, από τα Άδανα και από την Αττάλεια. Επομένως κάθε φορά που έπεφτε στην αντίληψη των Αράβων ότι η Κύπρος άνοιγε τα λιμάνια της στα βυζαντινά καράβια, εις εκδίκηση προέβαιναν σε επιδρομή. Τέτοιες αραβικές επιδρομές έλαβαν χώρα τουλάχιστον 25 φορές. Οι ως άνω Ακρίτες προστάτες Αγίους είχαν τους Μεγαλομάρτυρες Μάμαντα και Γεώργιο και εξαιρέτως την Θεοτόκο. Στο Άσμα του Θεοφυλάκτου που είναι κυπριακό, από τα αρχαιότερα διαβάζουμε, «Ὁ Βασιλέας Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδροπολίτης ἔκαμεν μίαν γεορτήν μικρήν και μίαν γεορτήν μεάλην ἔκαμεν μίαν τ’ ἅη Γεωρκοῦ και μίαν τ’ ἅη Μάμα. Φέρτε μου το κοντάριν μου πού ‘ν’ ἅης Γεώρκης ‘πάνω, φέρτε μου το ματσούκιν μου πού ‘ν’ ἅης Μάμας πάνω».
Το έτος 746 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Ε΄ κατόρθωσε με τον στόλο των Κιβυρραιωτών – Καραβισιάνων, να απελευθερώσει για ένα διάστημα την Κύπρο. Πιθανότατα τότε να εγκαταστάθηκαν «οι Λας των αρμάτων» (Λ. Μαχαιράς), δηλαδή οι αρματωλοί Ακρίτες και οι Μαρδαΐτες Ακρίτες στην Κύπρο.
Το ότι στην Κύπρο έχουμε Ακρίτες νωρίς, οπωσδήποτε πριν τον 10ον αιώνα, το αποδεικνύουν τα πολλά τοπωνύμια που βρήκαμε στο μεγάλο τοπωνυμικό της Κύπρου, το οποίο επιμελήθηκαν οι Μενέλαος Χριστοδούλου και Κώστας Κωνσταντινίδης (Λευκωσία 1987): Σε ολόκληρη την Κύπρο απαντώνται 207 τοπωνύμια σχετικά με τις λέξεις Βίκλα, Βίγλες, Βιγλάρι, που παραπέμπουνσε τοποθεσίες τις οποίες οι Ακρίτες χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήρια ή σημεία μετάδοσης πληροφοριών με φωτιές και καπνούς. Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε, ότι ήδη κατά τον 9ο αιώνα, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Ταρσό της Κιλικίας, απόσταση 2000 χλμ., υπήρχαν εκατοντάδες βίγλες ή, όπως τις έλεγαν τότε οι Βυζαντινοί, καμινοβίγλια, που μπορούσαν με τις φωτιές και τον καπνό να μεταδώσουν 12 διαφορετικά μηνύματα. Το σύστημα αυτό αντικατέστησε τον 19ο αιώνα ο τηλέγραφος. Αυτό το σύστημα τηλε-ειδοποίησης μεταφέρεται λοιπόν και στο νησί μας, με την εδώ έλευση των βυζαντινών στρατιωτικών ταγμάτων, και κατάλοιπα τούτου είναι τα ως άνω πολυάριθμα σχετικά τοπωνύμια.
Η στρατιωτική συνεργασία Ακριτών, Μαρδαϊτών της Κύπρου με τους Κιβυρραιώτες – Καραβισιάνους της Αττάλειας στα χρόνια του 8ου, 9ου και 10ου αιώνα, ήταν για την Κύπρο σωτήρια. Οι Κύπριοι δεν έμειναν πρόσφυγες, παρέμειναν στον τόπο τους, έστω απειλούμενοι με αιχμαλωσία, λεηλασία της περιουσίας τους και θάνατο, από καιρό εις καιρό, από τις 25 συνολικά αραβικές επιδρομές που έγιναν κατά την περίοδο 649-965. Η Κύπρος δεν γνώρισε Αραβοκρατία. Κράτησε τη γλώσσα της ελληνική και το κυριότερο, την πίστη της Ορθόδοξη, όταν άλλοι Ρωμηοί της περιοχής μας κατέληξαν είτε αραβόφωνοι, είτε μουσουλμάνοι. Ας σκεφτούμε τι γίνεται τώρα στη Συρία, δηλαδή, όχι μόνον τον πόλεμο αλλά και τις σφαγές χριστιανών ένεκα της πίστης τους, από φανατικούς μουσουλμάνους.
Μια άλλη παράμετρος, που προέκυψε από την ως άνω ωφέλιμη συνεργασία Ατταλείας και Ακριτών της Κύπρου, ήταν οι μετοικεσίες-αφίξεις Ρωμηών, Αρμενίων, Μαρωνιτών και άλλων προσφύγων από τα μέρη της καθ’ ημάς Ανατολής στην Κύπρο. Η Κύπρος την εποχή αυτή, όπως και στους αιώνες που θα ακολουθήσουν (11ος-12ος αι.), καθώς και κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας, θεωρείται ασφαλέστερος τόπος διαμονής, λόγω της θάλασσας που την περιβάλλει, της πλειοψηφίας των Ρωμηών κατοίκων της και του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού της. Η Εκκλησία σφυρηλατεί την πίστη και τη γλώσσα των Ρωμηών της Κύπρου και σταδιακά αφομοιώνει τους ποικίλους πληθυσμούς που φτάνουν στο νησί από τη Μικρασία, τη Συροπαλαιστίνη και Αλεξάνδρεια.
Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην κοινή Ελληνιστική γλώσσα και η θεσμική οργάνωση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου, σε συνάφεια με τη λαϊκή ευσέβεια, διαφυλάττουν και παραδίδουν σε μας την Ορθόδοξη ταυτότητά μας.
Το 1071 λαμβάνει χώραν η γνωστή μεγάλη μάχη του Μαντζικέρτ στη Μικρά Ασία, όπου ηττάται ο βυζαντινός αυτοκρατορικός στρατός από τους Σελτζούκους Τούρκους. Μέσα σε 10 χρόνια, ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας και Βορείου Συρίας θα γεμίσουν από Τουρκομάνους, Κούρδους εποίκους (όπως περιγράφει ο σύγχρονος κορυφαίος Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν), και άλλες φυλές εποίκων της Ανατολίας και Μογγολίας. Η Κιλικία, η Κύπρος, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, δέχονται πρόσφυγες, μοναχούς και λαϊκούς, από τα μέρη της Καππαδοκίας και Βορείου Συρίας (Χρονικό Ματθαίου Εδέσσης). Μου ανέφερε κάποτε ένα γλωσσολόγος ότι το 40% των λέξεων που χρησιμοποιούν οι Κύπριοι είναι καππαδοκικές. Τα περισσότερα τραγούδια που έχουμε είναι μικρασιατικά (π.χ η Βράκα, το Αγάπησα την που καρκιάς, το Ρούλλα μου Μαρούλλα μου). Τα έφεραν αυτά οι πρόγονοί μας που ήρθαν ως πρόσφυγες. Εξάλλου, η σχέση Κύπρου, Καππαδοκίας και Πόντου διαφαίνεται και από γλωσσολογικές μελέτες, που ξεκίνησαν, αλλά δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκαν. Ο καθηγητής της γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ανδρεώτης γράφει σχετικά: «Η Καππαδοκική έχει πολλά ποντιακά γλωσσικά στοιχεία και αρκετά Κυπριώτικα. Πολύ ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική θα ήταν μία συγκριτική μελέτη, των τριών ιδιωμάτων, Κύπρου, Καππαδοκίας και Πόντου, για να καταδειχθεί πόσο στενή ήταν η επαφή και επικοινωνία των κατοίκων των μερών τούτων, κατά τους αρχαίους και μέσους χρόνους και κατά πόσον έγιναν μετατοπίσεις πληθυσμών, για τις οποίες μιλούν μεσαιωνικοί ιστορικοί και χρονογράφοι».[11]
Για πολλούς ερευνητές (π.χ. Κυριάκος Χατζηϊωάννου),[12] τα Ακριτικά τραγούδια της Κύπρου είναι αποτέλεσμα μετοικεσίας, προσφυγιάς, από τη Νοτιοανατολική Μικρά Ασία και Βόρειο Συρία στην Κύπρο. Στην συνέχεια, τα τραγούδια αυτά τα παρέλαβαν οι ποιητάρηδες της Κύπρου και τα απέδωσαν στην Κυπριακή διάλεκτο, διατηρώντας όμως τα τοπωνύμια της Ανατολής, όπως Αφράτης (ο Ευφράτης), της Σύρας τα λαγκάδια ή, αλλού, «εκεί τον κατέφθασεν ο Διγενής Ακρίτας τον Σαρακηνόν εις την Συρίαν την πόρταν». Η πόρτα της Συρίας είναι οι Αμανικές Πύλες, που συνδέουν τη Συρία με την Κιλικία. Εκεί ήταν τα σύνορα της Ρωμηοσύνης με το Ισλάμ. Ο Μορφίτης καθηγητής και ακαδημαϊκός Νικόλαος Κονομής γράφει: «ο τόπος, πού ο Διγενής πολέμησε αυτούς τους εχθρούς, είναι τα στενά της Καππαδοκίας και Κιλικίας, και το επίθετό του Καππαδοκεύς, θυμίζει το αιώνιο πεδίο μαχών μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών»[13].
Κυριότερη πηγή των Ακριτικών τραγουδιών της Κύπρου είναι η βορειοδυτική Κύπρος. Αυτή δηλαδή η πλευρά της Κύπρου, που βλέπει προς τη Μικρά Ασία. Τα αρχαιότερα, τα αρτιότερα και ποιητικότερα όλης της Ρωμηοσύνης, είναι τα Ακριτικά τραγούδια της Κύπρου και, αμέσως μετά, της Κρήτης, της Καρπάθου, της Καππαδοκίας και του Πόντου.
Μεταφορά ιερών λειψάνων στην Κύπρο
Η μεταφορά ιερών λειψάνων στην Κύπρο είναι ένα κεφάλαιο που δεν έχει σχέση μόνο με τραγούδια, γιατί οι πρόσφυγες δεν ήταν μονάχα άνθρωποι που τραγουδούσαν, αλλά ήταν και πιστοί ορθόδοξοι που έφεραν μαζί τους λείψανα, εικόνες και αγίους. Τη σχέση τους με τους αγίους, με τα τοπωνύμια, με τα λείψανα, με την αρχιτεκτονική, κανείς δεν την μελέτησε. Μελετήθηκαν μόνον τα ακριτικά τραγούδια από τους φιλόλογους.
Κατά τον 10ο αιώνα (965), η Κύπρος επανεντάσσεται στη βυζαντινή επικράτεια, όπου και παραμένει μέχρι το 1191. Ήδη, κατά την εποχή της εικονομαχίας (8ος/9ος αι.), έρχονται στην Κύπρο τα λείψανα των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος από την Καππαδοκία, οπόταν και κτίζεται ο αρχικός τους ναός στην Περιστερώνα Μόρφου, για να τα στεγάσει. Στα τέλη του 11ου αιώνα (μετά το 1071) γίνεται μετοικεσία προσφύγων στην Κύπρο, και τότε μεταφέρονται ιερά λείψανα αγίων και εικόνες στην Κύπρο. Αναφέρω ενδεικτικά τα λείψανα του μεγαλομάρτυρα Νικήτα από την Μοψουεστία της Κιλικίας στον Νικήτα Μόρφου (τώρα στην ιερά Μονή Κύκκου). Προ του 10ου αιώνος φτάνουν τα λείψανα του Αγίου Μάμα από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο. Και λέω προ του 10ου αιώνος, γιατί η σαρκοφάγος του Αγίου Μάμα, εκείνη την εποχή ενσωματώνεται στον βόρειο τοίχο του τρίτου ναού των μεσοβυζαντινών χρόνων. Η υπόθεση αυτή είναι υπό έρευνα ακόμη. Ο χρονογράφος της Κύπρου Λεόντιος Μαχαιράς (15ος αι.), περιγράφει την πτώση της Συρίας στους Σελτζούκους Μουσουλμάνους κατά τον 13ο αι. και αναφέρεται στους πρόσφυγές της, που ήλθαν στην Κύπρο την εποχή εκείνη, καθώς και στη μεταφορά και την κατάθεση των λειψάνων των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στο Μένοικο, από Αντιοχειανούς πρόσφυγες.
Όλα αυτά τα άγια λείψανα και η άφιξή τους στον φιλόξενο κόλπο της Θεομόρφου, μαρτυρούν για την άφιξη των Ρωμηών προσφύγων της καθ΄ ημάς Ανατολής στη νήσο των Αγίων, την άφιξη των Χριστιανών προγόνων μας. Εκτός από τα τίμια λείψανα, οι πρόσφυγες της Ανατολής έφεραν μαζί τους ήθη και έθιμα (π.χ. το πέρασμα των πιστών κάτω από τις εικόνες όταν γίνεται λιτανεία, η υποδοχή του ιερέα ή του δεσπότη με τη μερρέχα), ονόματα τόπων και προσώπων (π.χ. η καυκάλλα που είναι πάνω από το χωριό Καπούτι ονομάζεται Άνω και Κάτω Κορακίσσα∙ τα ίδια τοπωνύμια βρήκα ότι απαντούν και στην Αλάγια της Μικράς Ασίας), φαγητά (π.χ. κολοκάσι, σουσούκος, μαχαλεπί, φακές μουτζέντρα), χορούς και τραγούδια, ιστορίες και παραδόσεις. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα Ακριτικά τραγούδια.
Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Ορειάτη ή Ρηγάτη, το καστρομονάστηρο της Θεομόρφου
Τέλος, κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών, από τον 7ο μέχρι τον 10ο αιώνα, τόσο η Κωνσταντινούπολις όσο και η Κύπρος, συνειδητοποίησαν την αδυναμία τους να αποτρέψουν την επερχόμενη εξ ανατολών λαίλαπα. Η άμυνα της νήσου οργανώθηκε κατά τα πρότυπα των Ακριτών της Ανατολής. Συστάθηκε ένα στρατιωτικό σώμα, επονομαζόμενο στρατιά, που είχε την ευθύνη για την άμυνα και την προστασία των πληττόμενων πόλεων. Περαιτέρω, ανηγέρθησαν σε στρατηγικά υψώματα τα λεγόμενα καστρομονάστηρα, όπως αυτό του Αγίου Γεωργίου του Ορειάτη, της Παναγίας της Καντάρας, του Αντιφωνητή, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, της Παναγίας Αψινθιώτισσας, του Αγίου Ιλαρίωνος.
Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Ορειάτη ή Ρηγάτη βρίσκεται βόρεια του κατεχόμενου χωριού Κυρά και ανεγέρθηκε πριν την εποχή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969),πλησίον της Θεομόρφου και σήμερα στέκεται περήφανα στο ύψωμα του Ρηγάτη. Διατελεί Μετόχι του Παναγίου Τάφου.
Σε χειρόγραφο του 10ου αιώνος (970), που φυλάσσεται στο Παρίσι, βρίσκουμε την εξής συγκλονιστική μαρτυρία: «Εγράφη η παρούσα βίβλος|οικεία χειρί Νικήτα πρωτοσπαθαρίου και γεγονότος|δρουγγαρίου του πλοΐμου άντου |αδελφού Μιχαήλ πατρικίου πραι|πωσίτου και βέστου γεγονότος πρωτοβεστιαρίου Νι|κηφόρου του φιλοχρίστου|δεσπότου• όντος αυτού εν τω δεσμωτηρίω Αφρικής• μηνί σεπτεμβρίω ινδ. ι’, και επεδό|θη εν τω ναώ [του αγίου|ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του| Οριάτου πλησίον Θεομόρφου] εν έτει, ςυοθ ινδ. ιδ».
Η Μονή στα βυζαντινά χρόνια, τον 10ο αιώνα, ονομαζόταν του Οριάτου, δηλαδή αυτού που φυλάττει τα όρια, τα σύνορα, τα άκρα, του Ακρίτα! Το δασυνόμενο επίθετο του Αγίου Γεωργίου, το Οριάτης, σημαίνει αυτός που βρίσκεται στα όρια, ο Ακρίτας. Για άλλη μια φορά η παράδοση των Ακριτών της Θεομόρφου επιβεβαιώνεται από την παρουσία της μονής του Αγίου Γεωργίου του Οριάτου. Από το ύψωμα του Οριάτη, οι Ακρίτες και οι μοναχoί αγνάντευαν το πέλαγος της Παμφυλίας Κιλικίας. Βιγλάτορες της Ρωμιοσύνης. Ακρίτες της ορθόδοξης ψυχής μας!
Παραπομπές
[1] Στυλιανού Αλεξίου, Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 2006, σελ. 60-62.
[2]Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, Ιστορία Εκκλησίας Αντιοχείας, Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 872.
[3]ό.π.
[4]HedwigLudeke, «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια – Τα Ακριτικά», Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1994, σελ.23.
[5]ό.π.
[6]«Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από τον Μεγαλέξαντρο στον Διγενή Ακρίτα. Επιστημονικές Συναντήσεις, 2002-2004», Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σελ.30).
[7] Εκδόσεις Αρκτίνος, «Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια» – Τομ. Α΄, σελ. 372.
[8] Γεωργίου Αρνάκη – Γεωργιάδη, Οι πρώτοι Οθωμανοί, εκδόσεις Αρχιπέλαγος, Αθήνα 2008, σελ.77.
[9] Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου Γαλάνη, Η Πέργη της Παμφυλίας, εκδόσεις Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.43.
[10] Κ.Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τομ. Β΄ και τομ. ΣΤ΄, έν Βενετία 1873 και έν Παρισίοις 1877.
[11] Ν. Π. Ανδριώτη, Το Γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων. (Αυτό το βρίσκουμε στα εν διασπορά Α΄, Κυριάκου Χατζηϊωάννου), σελ. 287.
[12] Κυριάκου Χατζηϊωάννου, Τα εν διασπορά Α΄ των ετών 1933 – 1969, Λευκωσία 1990, σελ. 70.
[13]«Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: «από τον Μεγαλέξαντρο στον Διγενή Ακρίτα. Επιστημονικές Συναντήσεις, 2002-2004», Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σελ.30).