Γράφει η Μάρω Σιδέρη
Στο σχολείο ήταν από τα πιο βαρετά κεφάλαια της ιστορίας: στις 24 Ιουλίου 1923, υπεγράφη στη Λωζάνη της Ελβετίας η συνθήκη που έκλεινε οριστικά την τελευταία πράξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου: τη Μικρασιατική περιπέτεια. Τι βαρετό κεφάλαιο! Για τις εξετάσεις έπρεπε να ξέρεις ημερομηνίες, πρόσωπα, όρους της Συνθήκης, κέρδη των νικητών, υποχρεώσεις των ηττημένων, ένα σωρό κατεβατά που δύσκολα έμεναν στο κεφάλι. Μέσα σ’ αυτά τα κατεβατά μια φράση, που τότε, στη μαθητική μας
αφέλεια θεωρούσαμε το πιο εύκολο κομμάτι του κεφαλαίου:
Ανταλλαγή πληθυσμών… :
Η κυβέρνησις της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας και η Ελληνική κυβέρνησις συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων.
Άρθρον 1.
Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών.
Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Τότε, δεν αντιλαμβανόμαστε, ότι το πιο εύκολο κομμάτι για έναν μαθητή ήταν ο δυσκολότερος και πιο απάνθρωπος όρος της Συνθήκης που σφράγιζε μια ..Ειρήνη! Στην εκατόμβη του πολέμου, έπρεπε να θυσιαστούν άλλοι 2 εκατομμύρια άνθρωποι, ως εγγύηση της λήξης του. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχαναν τις περιουσίες τους, τα σπίτια τους, τις πατρίδες τους και γίνονταν πρόσφυγες σε έναν πρωτοφανή και ιστορικά μοναδικό ξεριζωμό, οργανωμένο και επικυρωμένο από τη Διεθνή Κοινότητα! 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι που είχαν την ατυχία να γεννηθούν Έλληνες και χριστιανοί σε Τουρκικό έδαφος, και 500.000 ψυχές που είχαν την ατυχία να γεννηθούν Τούρκοι μουσουλμάνοι σε ελληνικό έδαφος έγιναν άνθρωποι χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον: στον τόπο όπου είχαν γεννηθεί ήταν πλέον ανεπιθύμητοι, στον τόπο όπου κατευθύνονταν ήταν ξένοι. Η Συνθήκη της Λωζάνης, όπως κάθε συνθήκη που σε μερικές σελίδες περικλείει τις τύχες ανθρώπων, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι σφράγισε την Ειρήνη. Κανένας δε λέει όμως ότι η Ειρήνη αυτή δε σφραγίστηκε με τις υπογραφές των Μεγάλων που αναφέρει η ιστορία, αλλά με τα δάκρυα και το χτυποκάρδι των μικρών, τα ονόματα των οποίων δε θα μάθουμε ποτέ: Σαν ταξιδέψεις όμως στα χωριά της Τουρκίας, στη Σινασσό, στο Ανδρονίκι, στο Προκόπι, στη Μαλακοπή, σε πολλά σπίτια που τώρα κατοικούν Τούρκοι, θα δεις στους τοίχους στολισμένα μεγάλα, σκουριασμένα κλειδιά από αυλόπορτες: είναι τα κλειδιά που κλείδωσαν για πάντα τα σπίτια και τις ζωές των Ελλήνων και που σαν τα αντικρίζεις να περιμένουν ακόμα, ντρέπεσαι που κάποτε θεωρούσες εύκολο κεφάλαιο την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι τα κλειδιά που, όπως διηγούνται οι γεροντότεροι, εμπιστεύονταν οι Ελληνίδες νοικοκυρές στις Τουρκάλες γειτόνισσες τους, πριν φύγουν, συνήθως με την ίδια παραγγελιά: «πότιζε μου τα λουλούδια, μέχρι να ξανάρθω…»