Γράφει ο Ευθύμης Παπαβλασόπουλος*
Η ένταση και οι συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης καθώς και οι τεκτονικές μετατοπίσεις που προκαλεί στο πολιτικό και κομματικό μας σύστημα θέτουν σε δεύτερο πλάνο τις αθέατες πολλές φορές διεργασίες και τους πολυσήμαντους μετασχηματισμούς στο εσωτερικό των κομμάτων. Κι όμως είναι ακριβώς αυτές οι «εσωτερικές» αλλαγές που ενδέχεται να προσδιορίσουν στο προσεχές μέλλον τις πολιτικές εξελίξεις και κυρίως τον τρόπο διευθέτησης της κρίσης.
Από την άποψη αυτή οι εξελίξεις στην ΝΔ και η κριτική αποκωδικοποίηση των φαινομενικά αντιφατικών σημάτων που εκπέμπει αναφορικά με την ιδεολογικοπολιτική της ταυτότητα και την πολιτική της στρατηγική εμφανίζουν προφανές πολιτικό ενδιαφέρον.
Το γενετικό μοντέλο και…
Για να κατανοήσουμε ωστόσο τη σημασία των μετασχηματισμών που εξελίσσονται στην συντηρητική παράταξη και για να πιθανολογήσουμε τις εκβάσεις τους, οφείλουμε να ανατρέξουμε στα κρίσιμα φορτία που διαμόρφωσαν τη γενετική ταυτότητα της μεταπολιτευτικής Δεξιάς. Ανασυνθέτοντας λοιπόν τα ίχνη μιας τεσσαρακονταετούς πολιτικής διαδρομής και με τον κίνδυνο των σχηματοποιήσεων θα έλεγα ότι:
Η ΝΔ, όπως άλλωστε τα περισσότερα κόμματα, αποτέλεσε την πολιτική κρυστάλλωση ενός κοινωνικού συνασπισμού αστικών και μικροαστικών μερίδων υπό την ηγεμονία των πρώτων, τα συμφέροντα των όποιων ανέλαβε να εκπροσωπήσει. Στη συνάφεια αυτή η συνοχή της εξαρτιόνταν εν πολλοίς από την ικανότητά της να εναρμονίζει τα συμφέροντα τους και κυρίως να παρέχει στα πολυπληθή μικροαστικά στρώματα τους αναγκαίους για την αναπαραγωγή τους υλικούς και συμβολικούς πόρους.
Παρά την ποικιλία των διαχειριστικών της ρεπερτορίων που κυμάνθηκαν, ανάλογα με την ιδεολογικοπολιτική συγκυρία και τους συσχετισμούς δύναμης, από τον διστακτικό κενσυανισμό μέχρι τον αμήχανο νεοφιλελευθερισμό και από τον μετριοπαθή πολιτικό φιλελευθερισμό μέχρι τον ήπιο αυταρχισμό, η ΝΔ δεν έπαψε να αποτελεί το κατεξοχήν ταξικό κόμμα του πολιτικού μας συστήματος. Βασική της μεριμνά υπήρξε πάντα η διευθέτηση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του άρχοντος συγκροτήματος και η προώθηση πολιτικών που εγγυούνταν την απρόσκοπτη διαδικασία συσσώρευσης και την αναπαραγωγή των σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και πολιτικής ηγεμονίας.
Η Ν.Δ συγκροτήθηκε ιδρυτικά ως το κατεξοχήν κόμμα του κράτους. Πριν ακόμη αποικίσει το κοινωνικό πεδίο ως μαζικό κόμμα ζυμώθηκε στην υλικότητα του κράτους, συνυφάνθηκε με τους μηχανισμούς του και συντονίστηκε με τα προτάγματά του. Με τον τρόπο αυτό επικαιροποίησε και εκσυγχρόνισε, στις συνθήκες της μεταπολίτευσης, τις παραδοσιακές μορφές άρθρωσης της κοινωνικής της ενδοχώρας με το πολιτικό σύστημα.
Σε αντίθεση με την μετεμφυλιακή Δεξιά η ΝΔ, ακόμα και στις πλέον αυταρχικές της αναδιπλώσεις και στις αντιδημοκρατικές της διολισθήσεις, ουδέποτε παραβίασε ανοιχτά τους δικαιοκρατικούς περιορισμούς και τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Αντίθετα συνέβαλε στην εδραίωση ενός θωρακισμένου έστω κράτους δικαίου και «συμβιβάστηκε» με τις συνέπειες του θεσμοθετημένου πολιτικού ανταγωνισμού.
Ταυτόχρονα, φρόντιζε να καλλιεργεί συστηματικά τις ιδεολογικές εγκλήσεις και τις συμβολικές ταυτίσεις, που συμπυκνώνονται στο κλασικό τρίπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια, συσπειρώνοντας την υπερσυντηρητική κοινωνική της βάση, την πλέον συντηρητική ανάμεσα στα ομόλογα ευρωπαϊκά κόμματα, η οποία στην πλειοψηφία της δυσκολεύονταν εμφανώς να συμφιλιωθεί με τις αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού και τους κώδικες της πολιτικής μετριοπάθειας.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σε συνθήκες σχετικής σταθερότητες η ΝΔ κατάφερε να εναρμονίσει αποτελεσματικά τα αντιφατικά ταξικά και ιδεολογικοπολιτικά φορτία που σμίλευσαν το γενετικό της μοντέλο γεγονός που, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις πρόσκαιρες διασπάσεις, διασφάλισε τη σχεδόν αδιατάρακτη πολιτική ενότητα του μεταπολιτευτικού συντηρητισμού.
…οι διαβρωτικές αλλοιώσεις του
Αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις αποκάλυψε και όξυνε η κρίση, ενώ η διαχείριση της, στην οποία η ΝΔ εκ των πραγμάτων κλήθηκε να αναλάβει κεντρικό ρόλο, περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα της ηγεσίας της να τις διευθετεί και να τις εξομαλύνει. Στη συνάφεια αυτή η κρίση διαβρώνει και αλλοιώνει τα συγκροτησιακά στοιχειά του μεταπολιτευτικού συντηρητισμού σπρώχνοντας τη Ν.Δ σε ένα (φαύλο) κύκλο μετασχηματισμών.
Συγκεκριμένα:
Οι εφαρμοζόμενες μνημονικές πολιτικές ρηγματώνουν τον συντηρητικό κοινωνικό συνασπισμό στο βαθμό που καταστρέφουν τους υλικούς και συμβολικούς όρους αναπαραγωγής των μικροαστικών μερίδων, οι οποίες αποτέλεσαν τον συνεκτικό του ιστό. Παράλληλα, δοκιμάζουν την ιδεολογική και πολιτική συνέπεια της Ν. Δ., η οποία δυσκολεύεται εμφανώς να πείσει το υπερσυντηρητικό της ακρωτήριο, ότι οι επιλογές της εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον και διασφαλίζουν τη θέση των «νοικοκυραίων» τη στιγμή μάλιστα που πλήττουν ευθέως αρχέτυπα σύμβολα της συντηρητικής ταυτότητας όπως η αποταμίευση, η μικροιδιοκτησία, η αυτοαπασχόληση και η ιδιόκτητη στέγη.
Η ταχύτατη αποσύνθεση του κοινωνικού συνασπισμού και η «υπονόμευση» των ιδεολογικών του θεμελίων λειτουργούν διαλυτικά για τον ιστορικό πολιτικό του φορέα, κάτι που αποτυπώνεται στην πολιτική ρευστοποίηση της κοινωνικής του βάσης και στον εντυπωσιακό, για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, κερματισμό της ελληνικής Δεξιάς.
Η σημαντικότερη ωστόσο αλλοίωση της γενετικής ταυτότητας της ΝΔ συνίσταται στην αποδέσμευση της από τους φιλελευθέρους και δημοκρατικούς περιορισμούς και στην διολίσθηση της σε ένα απροκάλυπτο πλέον αυταρχισμό. Πράγματι στο πλαίσιο της ιδιότυπης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, που εγκαθίδρυσαν οι μνημονικές δουλείες μεθοδεύεται, με πρωτοβουλία της ΝΔ και με τη σύμπραξη των εμφανών και αφανών κυβερνητικών της ετέρων, μια πρωτοφανή συρρίκνωση των ατομικών και πολιτικών ελευθερίων και μια επικίνδυνη νόθευση των θεσμών και των κανόνων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στη συνάφεια αυτή υποχωρεί ο πολίτικος φιλελευθερισμός και η δημοκρατική συνέπεια όχι μονό τον υπερσυντηρητικών στοιχείων που σχηματικά χρεώνονται στην ομάδα Σαμαρά αλλά και των πολιτικών στελεχών που εκφράζουν την λεγομένη καραμανλική παράδοση.
Διασώζεται κάτι;
Αν κάτι διασώζεται τελικά από την ιδρυτική ταυτότητα του μεταπολιτευτικού συντηρητισμού είναι η εμμονική προσήλωση της Ν.Δ, στη διασφάλιση των όρων αναπαραγωγής των σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και μάλιστα με την ενεργοποίηση των πλέον αυταρχικών εργαλείων.
Οι ιδεολογικοπολιτικοί μεταμορφισμοί που επιχείρησα να περιγράψω συνθηματικά δεν υπαγορεύονται από τις ανάγκες της συγκυρίας και δεν περιορίζονται στο πλαίσιο διαχείρισης της κρίσης. Αντίθετα εγγράφονται σε ένα συνολικότερο σχέδιο το οποίο θέτει εν αμφιβόλω τις κοινωνικές, πολιτικές και θεσμικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Οι κατακτήσεις αυτές με πυρήνα το δημοκρατικό κεκτημένο διεύρυναν τις πολιτικές ελευθερίες και τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των κυριαρχούμενων τάξεων. Από την άποψη αυτή η κρίση αποτελεί, για τις ηγεμονικές μερίδες του άρχοντος συγκροτήματος, τους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος, και μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού, μια χρυσή ευκαιρία να εκκαθαρίσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς τους με την ενοχλητική Μεταπολίτευση. Βεβαίως η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά εναρμονίζεται με τη συνολικότερη συντηρητική, αντιδημοκρατική και αντικοινωνική μετατόπιση που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Είναι φυσικό λοιπόν η ηγετική ομάδα της ΝΔ να μην ασφυκτιά μόνο από τους περιορισμούς της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας αλλά και να μην αισθάνεται άνετα στο στενό κουστούμι που έραψε ο Κ. Καραμανλής και οι επίγονοί του. Η δυσφορία αυτή εκφράστηκε άλλωστε σχεδόν ανοιχτά με την πρόθεση του Α. Σαμαρά να απαλείψει την ενοχλητική δημοκρατική υπόμνηση από τον τίτλο του κόμματος, διαλύοντας και τυπικά το δημιούργημα του Κ. Καραμανλή κλείνοντας έτσι και τις προσωπικές του εκκρεμότητες με την παράταξη.
* Ο Ευθύμης Παπαβλασόπουλος (διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης)