Αφού υποσχέθηκε “χαλάρωση” και “τέλος των μνημονίων”, αφού εξανάγκασε σε παραίτηση τον Θεοχάρη με πρόσχημα τον ανάλγητο τρόπο που υλοποιούσε τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης δημοσίων εσόδων (παρόλο που αυτά αφορούν ψηφισμένες από την κυβέρνηση ρυθμίσεις), τώρα η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με το κρίσιμο δίλημμα: συνεχίζουμε σε αυτή τη ρότα και ερχόμαστε σε ρήξη με την τρόικα ή αλλάζουμε ρότα; Το ερώτημα αυτό όμως είναι “εξαρτημένη μεταβλητή” ενός άλλου ερωτήματος, του προβλήματος πολιτικής επιβίωσης της συγκυβέρνησης και των κομμάτων της: πώς θα περάσουν τον “κάβο” της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας;
Έτσι, οι απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα πρέπει να είναι ενιαίες. Διότι δεν αρκεί να συγκεντρωθεί ο αριθμός των 180 βουλευτών για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή˙ πρέπει αυτό να γίνει γρήγορα, ώστε να αποφευχθεί η παράταση των “εκκρεμοτήτων” μέχρι το Μάρτιο, η οποία θα κάνει τη ρήξη με την τρόικα σχεδόν αναπόφευκτη.
Η ίδια πίεση χρόνου εμφανίζεται και σε ένα άλλο επίπεδο: της εσωκομματικής και ενδοκυβερνητικής συνοχής. Το περιρρέον κλίμα της “χαλάρωσης” σε συνδυασμό με τις πιεστικές ανάγκες ανασύνταξης των κομμάτων της συγκυβέρνησης ύστερα από την εκλογική ήττα στις ευρωεκλογές, αλλά και τις ανασφάλειες βουλευτών και πολιτευτών για την πολιτική τους καριέρα, καλλιεργεί αποσυνθετικές τάσεις στα κόμματα της συγκυβέρνησης αλλά και στην ίδια την κυβέρνηση. Πόσο μακριά μπορεί να πάει η κυβέρνηση με αυτό τον τρόπο;
Μπροστά σε αυτές τις πιέσεις και αυτά τα διλήμματα, κερδίζει διαρκώς έδαφος στο κυβερνητικό στρατόπεδο η μόνη λύση που δείχνει να έχει κάποιες προϋποθέσεις συνεκτικότητας: η επίσπευση των διαδικασιών εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον Οκτώβριο.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι μέχρι τον Οκτώβριο μπορεί να συντηρήσει το αισιόδοξο κλίμα “χαλάρωσης” και θετικών προσδοκιών και να πείσει την τρόικα για μια μικρή ακόμη μετάθεση των νέων, πολύ δυσάρεστων και αντιδημοφιλών μέτρων (που θα συνοδεύσουν το νέο χρηματοδοτικό “πακέτο”, το εξ αυτής απορρέον νέο μνημόνιο και τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους) για μετά τον Οκτώβριο, μαζί με τον προϋπολογισμό του 2015.
Η νέα αξιολόγηση του προγράμματος προσαρμογής από την τρόικα και η σχετιζόμενη με αυτή νέα δόση του δανείου μπορεί να μετατεθεί για λίγο χωρίς να δημιουργηθεί μείζον πρόβλημα – ούτως ή άλλως, αυτή η αξιολόγηση θα άρχιζε από τον Σεπτέμβριο και θα συνδυαζόταν με τον προϋπολογισμό του 2015 και με τη συζήτηση όλων των μεγάλων ανοιχτών ζητημάτων.
Απομένει όμως ένα “αγκάθι”: τα προαπαιτούμενα μέτρα για την εκταμίευση του 1 + 1 δισ. ευρώ της τελευταίας δόσης, αλλά και για να έρθουν άλλα 1,8 δισ. ευρώ επιστροφές κερδών από ελληνικά ομόλογα που κατέχουν κεντρικές τράπεζες. Τα μέτρα αυτά πρέπει να νομοθετηθούν μέχρι το τέλος Ιουνίου και το τέλος Ιουλίου αντίστοιχα. Αυτά τα 1 + 1 + 1,8 δισ. ευρώ είναι εντελώς απαραίτητα για να πληρωθούν τα 4,4 δισ. ευρώ ελληνικών κρατικών ομολόγων που λήγουν τον Αύγουστο αλλά και μία δόση επιστροφής στο ΔΝΤ ύψους 1,8 δισ. ευρώ – και μάλιστα δεν επαρκούν, όπως εύκολα αποκαλύπτει μια απλή αριθμητική πράξη.
Τα δύο αυτά “πακέτα” προαπαιτούμενων περιλαμβάνουν και μερικά πολύ αντιδημοφιλή και πολιτικά “ενοχλητικά” ζητήματα: κατάργηση από 1/1/2015 όλων των φόρων υπέρ τρίτων που χρηματοδοτούν επικουρικά ταμεία και βρίσκονται υπό την αιγίδα του υπουργείου Εργασίας (που ισοδυναμεί με δραστικό “κούρεμα” των συντάξεων), απορρόφηση των επικουρικών ταμείων του Δημοσίου από το ΕΤΕΑ, προώθηση της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ (“μικρή ΔΕΗ”), μείωση των περιθωρίων κερδών των φαρμακείων, νόμος για το υπαίθριο εμπόριο που ουσιαστικά καταργεί τις λαϊκές αγορές, υιοθέτηση νομοθεσίας για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και τη δημοσίευση και παρακολούθηση του ισολογισμού εσόδων και δαπανών τους αλλά και της περιουσιακής τους κατάστασης (όπου τα κυβερνητικά κόμματα έχουν τουλάχιστον εδώ και ένα χρόνο σταματήσει να εξυπηρετούν τα τραπεζικά τους δάνεια)…
Όμως το πραγματικά μεγάλο “αγκάθι” είναι ότι η συγκέντρωση των 180 βουλευτών που θα στηρίξουν την προεδρική εκλογή δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Κάποιοι θα υποκύψουν στο δέλεαρ της εξαγοράς επειδή, λόγω μειωμένης πολιτικής εμβέλειας, δεν ελπίζουν σε λαμπρή πολιτική καριέρα… Όσοι και όσες, όμως, απαιτούν ανανέωση των προοπτικών προσωπικής πολιτικής καριέρας, δεν μπορούν να αρκεστούν σε άλλου είδους “ανταλλάγματα” και δεν μπορούν να στηρίξουν τις ελπίδες τους στον Σαμαρά και κυρίως στον Βενιζέλο.
Από την άλλη, βέβαια, το να “σέρνεται” η κυβέρνηση μέχρι το Μάρτιο με εσωτερικά προβλήματα και εσωκομματικές “ανταρσίες” δεν είναι καθόλου θελκτική προοπτική.
Έτσι, πολλοί στο κυβερνητικό στρατόπεδο λένε: “Αν πρόκειται να γίνουν εκλογές, ο καταλληλότερος χρόνος είναι ο Νοέμβριος. Πριν, τον Οκτώβριο, ας δοκιμάσουμε να εκλέξουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας”…