Το σχέδιο προστασίας της πρώτης κατοικίας ενέκρινε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη βάση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, το πρόγραμμα, το οποίο έχει ετήσιο προϋπολογισμό ύψους περίπου 132 εκατ. ευρώ, θέτει αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας όσον αφορά την αξία της πρώτης κατοικίας και του εισοδήματος του δανειολήπτη, ώστε να διασφαλίζεται ότι απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν ανάγκη. Ε
ιδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι επιλέξιμοι δανειολήπτες θα λάβουν επιχορήγηση που αντιστοιχεί στο 20% έως 50% της μηνιαίας πληρωμής του δανείου, ανάλογα με το εισόδημά τους, υπό την προϋπόθεση ότι: (i) Τα δάνειά τους είναι εξασφαλισμένα έναντι της κύριας κατοικίας τους, και (ii) Συνεχίζουν να πληρώνουν το υπόλοιπο μέρος της μηνιαίας πληρωμής τους. Εάν ο δανειολήπτης σταματήσει να εξυπηρετεί το δάνειό του, προβλέπεται ότι η τράπεζα θα μπορεί να ξεκινήσει τον πλειστηριασμό του ακινήτου.
Όπως εξηγείται, όλες οι τράπεζες θα πρέπει να αναδιαρθρώσουν τα δάνεια των επιλέξιμων δανειοληπτών σύμφωνα με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζει το κράτος. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τα άτομα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, το μέτρο δεν συνεπάγεται κρατική ενίσχυση. Όσον αφορά τις τράπεζες που χορήγησαν τα δάνεια, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το καθεστώς θα προσφέρει ένα έμμεσο πλεονέκτημα διότι αυξάνει το ποσό αποπληρωμής που οι τράπεζες είναι πιθανό να λάβουν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ταυτόχρονα, η αξιολόγηση της Επιτροπής έδειξε ότι αυτή η έμμεση ενίσχυση δεν θα δημιουργούσε αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, επειδή η ενίσχυση περιορίζεται στα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της να εξασφαλίσει ότι οι δανειολήπτες δεν θα χάσουν το σπίτι στο οποίο ζουν.
Επιπλέον, δεδομένου ότι όλες οι τράπεζες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ αυτών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς είναι καλά στοχοθετημένο και περιορισμένο σε χρόνο και πεδίο εφαρμογής, όπως απαιτείται από τους κανόνες της ΕΕ. Τέλος, το πρόγραμμα αναμένεται να συμβάλει στη μείωση του υψηλού φόρτου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα.