Γράφει ο Νίκος Μαρκάτος*
Οι σημερινες εκδήλωσεις, στα πλαίσια του εορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς, είναι αναμφίβολα μια ευαίσθητη συμβολή στην προσπάθεια για εγρήγορση για τα όσα συμβαίνουν, είναι μια συστράτευση κάτω από το σάλπισμα για αντίσταση κατά των εκφραστών της ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ, για περιφρούρηση των ατομικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών κατακτήσεων, για ειρήνη, ευημερία και ισόμετρη ανάπτυξη των λαών.Ο πρωτοπόρος αγωνιστής του Σοσιαλιστικού Ουμανισμού Σταύρος Καλλέργης θέσπισε και γιόρτασε το 1892 την πρώτη εργατική πρωτομαγιά στην Ελλάδα. Οι ιδέες του Καλλέργη προσεγγίζουν και σήμερα τα προβλήματα των βασανισμένων λαών και των καταδιωκόμενων χωρών, θίγουν τα ζητήματα των ανθρώπινων αξιών και δικαιωμάτων.
Εκατόν είκοσι τόσα χρόνια μετά τον Σταύρο Καλλέργη και όμως σαράντα επτά χώρες του κόσμου έχουν κατά κεφαλήν εισόδημα λιγότερο από ένα δολλάριο την ημέρα, κάτω από το όριο ύπαρξης, ενώ το παγκόσμιο προϊόν αυξάνεται και επαρκεί τεχνικά για να θρέψει και τα 6 δις των κατοίκων της γής.
Να, που η κοινωνία της αφθονίας δεν είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αφθονία της κοινωνίας. Η παρούσα οργάνωση της κοινωνίας και η οικονομική της διάρθρωση, δεν επιτρέπουν την απελευθέρωση του κόσμου από την απειλή του πολέμου, τη φτώχεια και τις αμετάκλητες καταστροφές της βιόσφαιρας.
H εποχή της Πρωτομαγιάς του 1892, που γιορτάστηκε από τους “καλλεργικούς” και τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο στους στήλους του Ολυμπίου Διός, για να ακολουθήσει η ενωτική και μαζική στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1893, παρουσιάζει –κατά τραγική ειρωνεία της Ιστορίας- μεγάλες ομοιότητες με την Ελλάδα του 2014, δηλαδή 121 χρόνια μετά.
Και τότε η χώρα βρισκόταν στη διαδικασία της πτώχευσης.
Τα τοκογλυφικά δάνεια και οι συμβάσεις, που είχε συνάψει από την περίοδο των μαχών της εθνικής παλιγγενεσίας, την είχαν γονατίσει.
Η χρηματιστική οικονομία ήταν πάλι η “μόδα” της εποχής που προηγήθηκε, αλλά και ακολούθησε της περίφημης “πτώχευσης Τρικούπη”, με πρωταγωνιστικό ρόλο πολλών Ελλήνων της διασποράς (και κυρίως της Κων/λης).
Οι εργαζόμενοι της εποχής (οι περισσότεροι αγρεργάτες,σιγαροποιοί,κατασκευαστές σταφιδοκιβωτίων κλπ) δούλευαν από ήλιο σε ήλιο.
Και ο επιβληθείς τα επόμενα χρόνια από τους δανειστές διεθνής οικονομικός έλεγχος δεν ήταν παρά ένα είδος Μνημονίου και επιτήρησης της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας, με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση των δανειστών μας.
H παλινδρόμηση αυτή των παραστάσεων του παρόντος χρόνου προς την εποχή εκείνη αφορά όμως και σε έναν άλλο κρισιμότερο τομέα του εθνικού και κοινωνικού βίου.
Το εκδικητικό νεοφιλελεύθερο πρόταγμα που επιβάλλει η χρηματοοικονομική βιομηχανία (παρά τις θεωρητικές του αγκυλώσεις και την προφανή πρακτική-κυβερνητική του αποτυχία) απαιτεί και επιτυγχάνει την πλήρη αποδόμηση όλου του ρυθμιστικού-προστατευτικού πλαισίου της συνάρτησης ‘’Εργασιακό-Ασφαλιστικό Σύστημα’’ με την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων ενός ολόκληρου αιώνα.
Αν μπούμε στον κόπο και διαβάσουμε τα άρθρα, τις μπροσούρες, τις ομιλίες, τα προγράμματα, τα ψηφίσματα και τα βιβλία του Σταύρου Καλλέργη, θα δούμε ότι στον κατάλογο των διεκδικήσεων του Εργατικού και Κοινωνικού Κινήματος περιλαμβάνονται όλες οι κατακτήσεις του 20ού αιώνα, που σήμερα αναιρούνται.
Το κρισιμότερο όλων νομίζω ότι είναι η εσπευσμένη παράδοση της υλικής και άυλης υποδομής της διαχρονικής εθνικής και κοινωνικής μας υπόστασης, καθώς και των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των κοινόχρηστων χώρων, στις Αγορές.
Κάτι που ήταν αδιανόητο στα χρόνια του Σταύρου Καλλέργη, γιατί χωρίς αυτά ήταν αδύνατη η διαιώνιση της εθνικής μας κυριαρχίας και η αναπαραγωγή της δημοκρατικής λειτουργίας.
Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής αντικαθίσταται σήμερα από την ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Και η Ελλάδα, πιστή (όπως φαίνεται από τις εξαγγελίες των περισσότερων κομμάτων) στο ετερόνομο, εξωστρεφές και ετοιμόρροπο οικονομικό μοντέλο, εγκλωβισμένη στην τοκογλυφική λειτουργία των κανόνων της ΟΝΕ και του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας, που διευρύνει τις ανισορροπίες μεταξύ των πλούσιων και φτωχών χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και αποσυγκροτεί περαιτέρω τον παραγωγικό τους ιστό, παρακολουθεί άπραγη, άβουλη και χαμένη την ορμή των αγοραίων ανέμων.
Αλλά και το Συνδικαλιστικό Κίνημα, άνευρο, διασπασμένο, εξαρτημένο και αναξιόπιστο, περιφέρει την ηττημένη γραφειοκρατική του σκιά στα ερείπια του Κοινωνικού Κράτους.
Η ανεστραμμένη αυτή σύλληψη του ελληνικού προβλήματος αποστερεί τον κυριότερο αναπτυξιακό μοχλό από τη χώρα, δηλαδή τις δημόσιες επενδύσεις, και της απαγορεύει τη μόνη πρακτική δυνατότητα υλοποίησης της λαϊκής κυριαρχίας που διαθέτει.
Να εγκαθιδρύσει δηλαδή έναν απαραίτητο όσο ποτέ άλλοτε συντονιστικό και πειθαρχικό μηχανισμό των αναπτυξιακών δυνατοτήτων.
Αλλά η οικονομική και κοινωνική αλλοτρίωση δεν αρκείται μόνο στην παράδοση της θεωρητικής αναπτυξιακής διαδικασίας στο άπατρι, νομαδικό και κερδοσκοπικό κεφάλαιο.
Προωθείται και σε άλλα κρισιμότερα πεδία, όπως είναι αυτό του Κοινωνικού Κράτους,και των μηχανισμών παραγωγής ιδεολογίας.
Έτσι, από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δεν εξαιρείται κανένας τομέας δημόσιας δραστηριότητας που μπορεί να αξιοποιηθεί οικονομικά για την υποστήριξη των δανειστών μας.
Τα τελευταία χρόνια οι λέξεις έχουν υποστεί τέτοιο διασυρμό που είναι δύσκολο να μη μιλάς την ξύλινη γλώσσα, και ακόμη πιο δύσκολο να εννοείς, να καταλαβαίνεις και να συμφωνείς με αυτά που λες. Η πρώτη του Μάη είναι «παραδοσιακά» ημέρα τιμής των αγώνων της εργατικής τάξης.
Οι ομιλητές των αγώνων της εργατικής τάξης, και των εργατικών δικαιωμάτων γενικότερα, αναφέρονται στο Σικάγο του 1886 και σε άλλες ιστορικές ημερομηνίες που σημάδεψαν τους αγώνες αυτούς. Ανάμεσα τους, η πρώτη του Μάη του 1892, που ο Σοσιαλιστικός Σύλλογος του Σταύρου Καλλέργη έκανε την πρώτη συγκέντρωση στη χώρα μας, η οποία επαναλήφθηκε τον επόμενο χρόνο με αιτήματα το οκτάωρο, την ασφάλιση και την αργία της Κυριακής. Πριν από 10 ή 20 χρόνια θα αναφερόμαστε σε αυτά ως τις πρώτες σημαντικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Είναι, όμως, ακόμη έτσι;
Όχι, και το γνωρίζουμε, ασφαλώς. Και δεν αρκεί να λέμε ότι «τα μηνύματα του Καλλέργη και των συντρόφων του παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ». Δεν αρκεί να μιλάμε ενάντια στην όποια «κυβερνητική πολιτική» και να αναφερόμαστε αόριστα σε κάποιο όραμα ενός υπαρκτού ή ανύπαρκτου συστήματος. Είναι εύκολο να γεμίζει κανείς σελίδες με πολλές δήθεν επαναστατικές, δήθεν προοδευτικές ξύλινες αοριστολογίες. Είναι απλό να επαναλαμβάνει νοήματα που ξεφτίζουν και οράματα που είναι οράματα μόνο στα λόγια. Το δύσκολο είναι να πηγαίνουμε ενάντια στο ρεύμα της ισοπέδωσης των λέξεων και τελικά των αξιών.
Πως φτάσαμε αλήθεια, το 2014 η στρεβλή οικονομική ανάπτυξη να βάλλει για παράδειγμα εναντίον της Δημόσιας Παιδείας, υποτιμώντας την προσωπικότητα και τη δουλειά της νεολαίας, για να ανάγει τελικά και την Παιδεία σε προσοδοφόρα επιχείρηση; Προτείνουν σήμερα στους νέους μια συναλλαγή: την αξιοπρέπειά τους (και ασφαλώς την ψήφο τους) για μια θέση εργασίας που όποιο βαρύγδουπο τίτλο και να έχει, πατάει γενικά σε πήλινα ποδάρια. Και τους κρατούν ομήρους.
Πώς φτάσαμε αλήθεια, το 2014 να είναι και πάλι επίκαιρο να διεκδικούμε κοινωνική ασφάλιση, σύνταξη, οκτάωρο, και αργία την Κυριακή; Πώς έφτασαν οι νέοι άνθρωποι να πείθονται να σπαταλούν τα πιο δημιουργικά τους χρόνια σε μια δήθεν καριέρα δήθεν στελέχους επιχείρησης, χωρίς ωράριο και ημερολόγιο, με ιδιωτική ασφάλιση, και από πάνω να πιστεύουν ότι οι λεγόμενες «παραδοσιακές εργατικές διεκδικήσεις» δεν τους αφορούν; Πρέπει να απαντήσουμε αυτά τα ερωτήματα, με κάθε διάθεση ειλικρίνειας. Δεν είναι μόνο ότι οι ταξικοί αντίπαλοι της εργατικής τάξης έχουν κερδίσει πολλές μάχες τελευταία. Είναι και ότι η ίδια η εργατική τάξη έχασε τις μάχες αυτές.
Ας αναλογιστούμε τι αποτελεί πραγματικά πρόκληση σήμερα: να μείνουμε στην επανάληψη θέσεων και διατυπώσεων που «παραδοσιακά» είναι «ασφαλείς» ως προς τον ταξικό τους χαρακτήρα; Να περιοριστούμε στην τεκμηρίωση του πόσο αντιλαϊκή είναι η κάθε κυβερνητική πολιτική τα τελευταία χρόνια, κάτι που είναι ορατό στον ελάχιστα σκεπτόμενο άνθρωπο; Όχι, ασφαλώς όχι, τουλάχιστον όχι από εμένα. Η σημερινή πρόκληση είναι να αποκτήσουν περιεχόμενο οι αγώνες μας, τόσο ισχυρό, που να αρκεί να τους κάνει να θεριέψουν και πάλι, και να απειλήσουν τους μικρούς και ανεπαρκείς διαχειριστές μιας ούτως ή άλλως εχθρικής εξουσίας των λίγων προς τους πολλούς.
Ας μη γελιόμαστε: αν οι πολλοί είχαν κατορθώσει να δουν το όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας, σήμερα δεν θα μάζευαν λουλούδια για την άνοιξη, ούτε θα άνοιγαν τις πόρτες του σπιτιού και της συνείδησής τους στις ειδήσεις των 8. Θα ήταν παρόντες στον αγώνα για αυτά που κάποτε ήταν αυτονόητα.
Για την επίλυση αυτών των προβλημάτων θεωρούμε ότι προϋπόθεση για επιτυχία είναι η επαναφορά στην ημερήσια διάταξη της κοινωνικής αλληλεγγύης, της πολιτικής ως συμπύκνωση κοινωνικών πρακτικών και όχι ως τέχνη της διαχείρισης, της ιδεολογίας της συλλογικότητας αντί των οραμάτων του ατομικισμού, της πίστης σε έναν καλύτερο κόσμο όπου θα πρυτανεύουν οι ανάγκες και αξίες χρήσης και όχι οι νόμοι της αγοράς και του ανελέητου ανταγωνισμού. Ζητείται επειγόντως μια αυτόνομη συμμαχία των ενεργών κοινωνικών δυνάμεων, που θα ανακόψει τη μοιραία πορεία της καταστροφικής ετερονομίας. Αυτά μας διαμηνύει με τα γραπτά του, αλλά και τις πατριωτικές του πράξεις, ο πρωτοπόρος των εργατικών και σοσιαλιστικών αγώνων Σταύρος Καλλέργης, που ήταν από τους ελάχιστους προοδευτικούς διανοητές, που συνέδεσαν το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό.
Όταν με την εμπειρία της συμμετοχής του στα Κινήματα της Κρήτης συνεργάζεται με τους σοσιαλιστές-διεθνιστές για να κατέβουν στο νησί να ενισχύσουν τον Αγώνα, απευθύνει (μεταξύ άλλων) και την περιβόητη «Έκκληση» «προς τας Σοσιαλιστικάς Εφημερίδας, Συλλόγους, Λέσχας, Κέντρα, Ομίλους και Βουλευτάς της Ευρώπης και της Αμερικής», με την οποία υποστηρίζει ότι η λύση του Εθνικού Ζητήματος επισπεύδει και την επίλυση του Κοινωνικού.
Ποτέ άλλοτε στη νεότερη Ιστορία μας, πλην της περίφημης Διακήρυξης του ΕΑΜ και της αδικαίωτης 3ης του Σεπτέμβρη του κάποτε ελπιδοφόρου ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρξε τόσο δραματική επικαιρότητα της κυρίαρχης αυτή σύζευξης.
Με βάση αυτό το γενικό περίγραμμα ιδεών και με σταθερό προσανατολισμό στον κόσμο της εργασίας μπορεί να αντιστραφεί η κατιούσα πορεία, ενώ μαζί με την απαραίτητη κριτική για τη μέχρι σήμερα πορεία που έφερε σε τραγικό αδιέξοδο, μπορεί να καταστεί πειστικός ένας λόγος που θα καταφέρει να αντιπαρατεθεί συγκεκριμένα στη σημερινή οικονομική και κοινωνική βαρβαρότητα, πέραν της καταιγιστικής παραπλάνησης που η προκατασκευασμένη μνημονιακή δημοσιολογία των ΜΜΕ αναπτύσσει.
Σήμερα είναι μια ευκαιρία, έξω από τα «καθιερωμένα» ξύλινα συνθήματα, να υποσχεθούμε στον εαυτό του ο καθένας και στα κοινωνικά μας οράματα όλοι μαζί, ότι από αύριο θα δώσουμε στη μάχη της καθημερινότητας περιεχόμενο και όραμα. Και είμαι σίγουρος ότι αν το κατορθώσουμε θα κατακτήσουμε όχι μόνο όσα χάσαμε αλλά πολύ περισσότερα.
* Ο Νίκος Μαρκάτος είναι Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΑΝ.ΕΛΛ., Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ, π. Πρύτανης, Πρόεδρος του Ιδρύματος Πολιτικών και Κοινωνικών Μελετών «Σταύρος Καλλέργης».