Γράφει η Έλενα Χουσνή
Δυστυχώς παρά τα όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν εμείς τις ίδιες πληγές εξακολουθούμε να γλείφουμε αλλάζοντας απλώς το… σάλιο. Ή την ονομασία αυτού. Προσπαθώντας να πείσουμε εαυτούς και αλλήλους ότι η δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει, ουσιαστικά παραδεχόμαστε πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος. Γιατί όταν κάτι δεν κινδυνεύει, δεν σπεύδεις να επικαλείσαι συνεχώς την… ασφάλειά του.
Αυτό δυστυχώς συμβαίνει ξανά και ξανά τα τελευταία 30 χρόνια. Κάποτε ήταν οι επισκέψεις του «τέως» που χτυπούσαν καμπανάκια για την ασφάλεια ή μη του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Ήταν τότε που μέχρι και το τροπάριο αλλάξαμε, όχι το πολιτικό αλλά το υμνούν τοις «βασιλεύσι» αντικαθιστώντας το από το «ευσεβεύσι» λες και η επίκληση της ευσεβείας και των ευσεβούντων θα αποτελούσε ασπίδα για την προστασία της δημοκρατίας.
Μετά αγωνιούσαμε για την περίφημη μεταπολίτευση η οποία κράτησε περί τα τριάντα χρόνια μέχρι να αντικατασταθεί από την… νέα Μεταπολίτευση, λες και δεν θέλαμε να τελειώσει κάτι που ήταν μετά από αυτό που απευχόμασταν. Αλλά το μετά την Χούντα, η μετά – πολίτευση, ήρθε, είδε και απήλθε αγανακτισμένη γιατί απλά συνειδητοποίησε ότι είχαμε πάλι μεταβεί στην προ – πολίτευση, απλά με άλλο μανδύα. Και πάλι στο στόχαστρο η χιλιοταλαιπωρημένη Δημοκρατία που χώρο ψάχνει και τόπο δεν βρίσκει να σταθεί και ν’ ανασάνει. Τόσο την έχουμε κουράσει με το να την πυροβολούμε με ευχολόγια και να την προασπίζουμε από ανύπαρκτους κινδύνους αγνοώντας επιδεικτικά τους υπαρκτούς.
Και τώρα που η μετα – πολίτευση κούρασε, σαν όρος κυρίως και όχι σαν αποτυχημένη πολιτικό επιδιωκόμενο, εφηύραμε το συνταγματικό τόξο. Η συνταγματικότητα αντικατέστησε την δημοκρατία προβάλλοντας ως το μείζον ζητούμενο των ημερών. Έτσι το ζητούμενο είναι εάν τελικά έχουμε Σύνταγμα και όχι απλώς την πλατεία του όπου σποραδικές «νεφώσεις» δεν οδηγούν στην καταιγίδα που θα φέρει μια πραγματική αλλαγή. Και το συνταγματικό τόξο γίνεται ο χώρος όπου προσπαθούν να χωρέσουν όσοι θεωρούν εαυτούς ικανούς να προασπίσουν το Σύνταγμα ή την δημοκρατία που χάνεται, με θολές ερμηνείες αξιών και θέσεων που γίνονται ακόμη θολότερες από το στρίμωγμα στον δεινοπαθούντα χώρο του Συνταγματικού τόξου. Την ίδια στιγμή θεατές, ένοικοι και υποψήφιοι ένοικοι του τόξου, διαγκωνίζονται ψαρεύοντας στα θολά νερά… εκτός τόξου για να αλιεύσουν ξέμπαρκους ή μισο-πνιγμένους ψηφοφόρους ξεχνώντας ότι αυτοί βρέθηκαν εκτός τόξου γιατί ακριβώς αμφισβητούν την δημοκρατικότητα, ως ουσία και όχι ως απλή επίκληση, των εντός του συνταγματικού τόξου. Επομένως λίγη σημασία έχει πια εάν αυτό το τόξο έχει δύο άκρα και ποια είναι αυτά, όταν στην καρδιά του η πολιτική έχει απωλέσει τον βασικό χαρακτήρα της και αντί να αλλάξει την καρδιά της απλώς αυτό-χαρακτηρίζεται αλλιώς.
Έτσι στο τέλος – τέλος καμία σημασία δεν έχει για κανέναν μας ποιο είναι το συνταγματικό τόξο εάν δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι τοξοβόλοι και που στοχεύουν. Διότι εάν στοχεύουν στην εξαθλίωση του ελληνικού λαού το «εντός» ή «εκτός» τόξου έχει σημασία μόνο για μια πολιτική ρητορική που πια έχει χάσει κάθε νόημα ή εμβέλεια, για να παραμείνουμε στα χωράφια της πολιτικής τοξοβολίας. Ευθύβολα πάντως ή όχι, τα τόξα έχουν εκτοξευθεί προ πολλού και δυστυχώς έχουνε βρει τον στόχο τους ακριβώς στην καρδιά κάθε Έλληνα λαβώνοντας εκτός από την τσέπη και την ψυχή του. Και αυτό το τελευταίο είναι που κοστίζει περισσότερο.
Την τσέπη, γεμάτη ή άδεια, μπορούμε να υποκριθούμε έστω ότι την αγνοούμε. Μια ψυχή όμως που τραυματισμένη και παραιτημένη σέρνει τα βήματά της στη ζωή, πώς μπορείς να την επαναφέρεις, όταν θα σου χρειαστεί; Κάθε Κράτος που θέλει να έχει μέλλον, την χρειάζεται αυτή την ψυχή και δεν μπορεί πρώτα να την δολοφονεί εν ψυχρώ και στη συνέχεια να την επικαλείται για τα δύσκολα. Είναι σαν τον φονιά που μετά το φονικό ορκίζεται στην αγάπη του προς το θύμα. Φόνος από αγάπη δηλαδή. Μόνο που στην περίπτωσή μας αυτή η αγάπη αποκτά χαρακτήρα διεστραμμένο και δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε «νεκραναστάσεις» που θα έχουν μεγάλο κόστος για όλους. Πρώτα από όλα για τους νεκρούς και μετά για του φονιάδες τους…