Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Follow@Nakos_Ioannis
Έπειτα από 18 μήνες διαπραγματεύσεων με την Τρόικα η ελληνική κυβέρνηση κατόρθωσε επιτέλους να κλείσει την ‘’δεύτερη αξιολόγηση’’ η οποία ήταν και η τελευταία του τρίτου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής για την χώρα μας.
Οι συζητήσεις ξεκίνησαν χθες νωρίς το μεσημέρι περίπου 4 ώρα Ελλάδος και διήρκησαν έως και τις 10 το βράδυ, με τα νέα τα οποία διέρρεαν ανά τακτά διαστήματα να κυμαίνονται σε σχετικά θετικά επίπεδα.
Εάν κάποιος κοιτάξει μεσοσταθμικά την συγκεκριμένη απόφαση του Eurogroup θα διαπιστώσει πως επί της αρχής φαίνεται να είναι μια σχετικά καλή συμφωνία, η οποία όμως επί του πρακτέου και δεδομένης της μέχρι χθες δημιουργίας υπέρμετρης αισιοδοξίας ουσιαστικά πρόκειται για μια ‘’ τρύπα στο νερό’’
Αρχικά παρ’όλο που η δόση που θα λάβει η χώρα μας ξεπερνάει κατά περίπου 1,1 δις ευρώ αυτήν που ήταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλο αυτό το διάστημα, εντούτοις όμως τυπικά στην εγχώρια οικονομία θα διατεθούν μόλις 800 εκατομμύρια ευρώ, και αυτά θα είναι για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τους ιδιώτες.
Παράλληλα και όσον αφορά το μείζον ζήτημα του χρέους, ρεαλιστικά η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ειπωθεί πως δεν κέρδισε για ακόμη μια φορά τίποτα, καθώς όχι μόνο δεν διατυπώθηκε εκτός από 1-2 πράγματα κάτι καινούργιο για το χρέος, αλλά τουναντίον οι αποφάσεις μετατέθηκαν όπως σας είχα αναφέρει εδώ και καιρό για μετά το πέρας αφενός των γερμανικών εκλογών, και αφετέρου του τέλος του προγράμματος το 2018. Η βάση της οποιασδήποτε αναπροσαρμογής του χρέους, ‘’αν αυτό την εκάστοτε χρονική στιγμή χρειάζεται διευθέτηση’’, θα είναι η συμφωνία του Μαίου του 2016. Μια συμφωνία όπου σε καμία περίπτωση δεν θα επιθυμούσε η γερμανική πλευρά να τροποποιηθεί την δεδομένη στιγμή, και κυρίως λίγους μήνες πριν την διεξαγωγή των επίσημων γερμανικών εκλογών.
Επιπροσθέτως στο ζήτημα της ποσοτικοποίησης των πρωτογενών πλεονασμάτων, η Ελλάδα θα πρέπει έως το 2022-23 να επιτυγχάνει ποσοστό 3,5% ενώ από το 2023 έως το 2060 το ποσοστό μειώνεται σε 2%, γεγονός που επί της αρχής με κρατάει σκεπτικό για το πόσο ρεαλιστικές είναι οι πιθανότητες να τηρηθούν οι άνωθι δεσμεύσεις από μέρους μας.
Τα «ψίχουλα »
Για να μην είμαι όμως ισοπεδοτικός, οφείλω να αναγνωρίσω και τις όποιες μικρές αλλά θετικές αλλαγές έλαβαν χθες χώρα στο πολύ σημαντικό Eurogroup για την Ελλάδα, που όμως εν τοις πράγμασι ουσιαστικά ‘’χρυσώνουν το χάπι’’ σε μια συμφωνία που με τα δεδομένα του σήμερα όφειλε να κλείσει πριν 18 μήνες.
1) Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) θα πρέπει να διατηρηθούν χαμηλότερα από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να μην ξεπεράσουν το 20% του ΑΕΠ σε μακροπρόθεσμο ορίζον.
2) Η παράταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και των τόκων του EFSF (δάνεια του 2ου Μνημονίου) θα είναι από μηδέν έως και 15 έτη, ενώ τονίζεται, εκ νέου, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν θα πρέπει να επιφέρουν επιπλέον κόστος στα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
3) Οι δεσμεύσεις των Ευρωπαίων δανειστών σχετικά με την επιστροφή των κερδών από τα Ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι Κεντρικές Τράπεζες των κρατών μελών της Ευρωζώνης, όπως και της κατάργησης του «πέναλτι» για την επαναγορά ομολόγων του 2012.
Συμπερασματικά έχουμε μια αξιολόγηση και κατ’επέκταση μια συμφωνία όπου για ακόμη μια φορά δεν έγινε αναφορά στο εάν και πότε θα συμμετάσχει η Ελλάδα στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της Ε.Κ.Τ. με τα περιθώρια αλλά και τα θετικά μιας τέτοιας συμμετοχής να έχυν στενέψει σε μεγάλο βαθμό κρίνοντας αναγκαίο την χάραξη πολιτικών που θα διασφαλίσουν και θα θωρακίσουυν την χώρα μας εάν και όποτε αυτή το αποφασίσει από τις αγορές που εκ πρώτης άποψης είναι έτοιμες να την ‘’καταπιούν’’.