Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Follow @Nakos_Ioannis
Μεγάλη συζήτηση γίνεται τους τελευταίους μήνες για την ΤΤΙP, την λεγόμενη και ως Διατλαντική Συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ. Οι συζητήσεις έντονες και τις περισσότερες φορές πίσω από κλειστές πόρτες και με αυστηρούς κανόνες μη δημοσιοποίησης πληροφοριών που δυστυχώς δημιουργούν περισσότερα ερωτήματα τα οποία χρίζουν άμεσης απάντησης.
Τα facts έως τώρα
Αυτό το οποίο γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα είναι πως η Διατλαντική Συμφωνία είναι μία συμφωνία με σκοπό την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών. Ο απώτερος στόχος της συμφωνίας θα είναι το άνοιγμα και η δημιουργία μιας ή αν όχι της “μεγαλύτερης παγκόσμιας αγοράς”.
Οι συνομιλίες μεταξύ των εμπλεκόμενων parts έχουν φτάσει αισίως τα 2 έτη και σύμφωνα με ειδικούς το τελικό προϊόν της θα αφορά 850 εκατομμύρια κατοίκους, ήτοι 45% του Παγκόσμιου Α.Ε.Π, ενώ κατά πάσα πιθανότητα το εμπόριο θα επηρεαστεί κατά 500 δις ευρώ/έτος. Σε τί όμως θα οδηγήσει μία αποδοχή από τα εμπλεκόμενα μέρη της πολυσυζητημένης συμφωνίας;
Θεωρώ ως λογικό να συμβούν τα εξής:
Θα ανοίξει ο δρόμος για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στο να αναλάβουν δράση σε τομείς που κυριαρχεί μέχρι στιγμής το κράτος, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και το νερό.
Ακόμη αναμένεται ως άμεσος στόχος να διευκολυνθεί η άμεση επένδυση από τις εταιρίες στα εκάστοτε κράτη-μέλη και να εξαλειφθούν φαινόμενα γραφειοκρατικής καθυστέρησης.
Θετικές εξελίξεις
Όπως είναι φυσιολογικό, θα υπάρξουν και θετικά απότοκα κατά το πέρας της διαδικασίας τα οποία θα μπορούσαν να είναι ως εξής:
Δημιουργία ευκαιριών ανάπτυξης για τις χώρες αλλά και για τους επενδυτές
Μείωση εμποδίων (πχ δασμών)
Μείωση τιμών (και για τα δύο μέρη)
Ανάπτυξη ανταγωνισμού
Πεδίο ανάπτυξης οικονομικής υπεροχής τόσο για την ΕΕ όσο και για τις ΗΠΑ ενάντια σε άλλες αγορές και ανταγωνιστικά κράτη όπως η Κίνα.
Αρνητικές εξελίξεις
Βέβαια όπως και σε κάθε ζήτημα που άπτεται οικονομικών σχέσεων δεν θα μπορούσαν να αγνοηθούν και οι επιμέρους αρνητικές εξελίξεις που ιδιαίτερα στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Συνοπτικά και με τα μέχρι τώρα στοιχεία που έχουμε στην διάθεση μας προκύπτουν τα εξής προβλήματα και δυστοκίες όσον αφορά την επικείμενη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, και μπορούν να αριθμηθούν ως εξής:
Έλλειψη διαφάνειας, κυρίως λόγω της έντονης μυστικότητας των διεργασιών, αλλά και των αποκαλύψεων του wikileaks και των δράσεων αρκετών ΜΚΟ.
Εκπτώσεις και μειώσεις στα κατώτερα ποιοτικά standarts που προβαίνει η ΕΕ για την κυκλοφορία των προϊόντων στην αγορά της. Ιδιαίτερη αναφορά χρίζει η αντίστοιχη πρακτική από πλευράς Ατλαντικού κάτι που εύλογα οδηγεί τους αναλυτές να τις χαρακτηρίζουν προϊόν εντατικών πιέσεων των εταιριών προς τους Ευρωπαίους αξιωματικούς.
Η μη διαφημιζόμενη ρήτρα ICS που θα στοχεύει στην δημιουργία ενός ΕΙΔΙΚΟΎ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ που θα είναι ξεχωριστό από τα Εθνικά Δικαστήρια και που θα επιλύει τις διαφορές μεταξύ επενδυτών-κρατών.
Συμπέρασμα
Ακόμη, σύμφωνα πάντοτε με την προσωπική μου άποψη η συμφωνία συμφωνεί στο “πνεύμα του νόμου”, αλλά σκαλώνει στην εφαρμογή της. Η εφαρμογή της συμφωνίας συνολικά, αλλά και πιο ειδικά της ρήτρας ΙCS, ενδέχεται να δημιουργήσει κύματα αντιδράσεων διότι πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση της Αρχής της Ισότητας, δεδομένου του γεγονότος πως η συγκεκριμένη ρήτρα ενδέχεται να επιβάλλει πότε άμεσα και άλλες φορές έμμεσα πρόστιμα απευθείας στο ίδιο το κράτος παρακάμπτοντας τις εκάστοτε εθνικές νομοθεσίες σχεδόν πάντα σε περιπτώσεις που θίγονται τα συμφέροντα του επενδυτή (βλ. NAFTA).
Εν κατακλείδι, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως η εφαρμογή της ΤTIP, όπως είναι σήμερα, αποτελεί προϊόν κλειστών συζητήσεων και όχι διαφανών διαδικασιών και μια ενδεχόμενη άμεση υιοθέτησή της το πιθανότερο είναι να δημιουργήσει επιπρόσθετους κινδύνους για τους φυσικούς πόρους, την βιοποικιλότητα, καθώς επίσης και για τα κοινωνικά δικαιώματα που με τόσο κόπο και αίμα κατακτήθηκαν στην Ευρώπη.