Γράφει ο Χ. Γεωργούλας
Η φιλολογία γύρω από το φαινομενικά παράδοξο ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δημοσκοπικά να προηγείται, οι δε παρατάξεις που υποστηρίζει στις επαγγελματικές οργανώσεις να μην πρωτεύουν, είναι ήδη πλούσια. Κατά κανόνα, όμως, δεν εισφέρει πειστικές απαντήσεις στο ερώτημα τι σημαίνει και πού οφείλεται αυτή η αναντιστοιχία.
Οι πρόχειρες απαντήσεις που δίνουν τα κομματικά επικοινωνιακά γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη και της Συγγρού ή οι μιντιακές εκφράσεις τους, είναι γνωστές: η υστέρηση των παρατάξεων που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας του να ξεφύγει από μια στασιμότητα που χαρακτηρίζει τα δημοσκοπικά ποσοστά του και προοιωνίζεται το πέρασμά του, τελικά, στη δεύτερη θέση.
Ειδικότερα από τους φίλα προσκείμενους στο βενιζελικό ΠΑΣΟΚ προπαγανδιστές προτείνεται μετ’ επιτάσεως η ακόλουθη ερμηνεία: η κεντροαριστερά, παρά τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά της, αντέχει μέσα στην κοινωνία, η οποία απαιτεί την ανασυγκρότησή της.
Από επικοινωνιακή άποψη δεν είναι κακές αυτές οι προσπάθειες χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Δυστυχώς, όμως, δυσκολεύονται να εξηγήσουν γιατί το 40% ή το 50% στους μηχανικούς ή τους δικηγόρους μετατρέπεται με τη μέγιστη ευκολία σε 4% ή 5% όταν πρόκειται για τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ ή ακόμα και της ΔΗΜΑΡ (παρότι δεν είναι το ίδιο πράγμα ούτε μπορούν να αθροιστούν τα ποσοστά τους).
Το «δείγμα» και το κοινωνικό σώμα
Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε τη μετά λόγου γνώσεως προσέγγιση των πραγμάτων παραδεχόμενοι την απλή και καθαρή αλήθεια ότι καμία επαγγελματική ένωση επιστημόνων επαγγελματιών δεν μπορεί να αποτελεί κατά οποιοδήποτε τρόπο δειγματοληπτική υποδιαίρεση του εκλογικού σώματος. Αν μια δημοσκοπική εταιρία επιχειρούσε να διαμορφώσει μ’ αυτό τον τρόπο το δείγμα της, θα της αφαιρούσαν δίχως άλλο την άδεια άσκησης του επαγγέλματος.
Οι επαγγελματικές ενώσεις αυτού του είδους, παρά τις μεταξύ τους διαφορές και τις διαστρωματώσεις στο εσωτερικό τους, κατά βάση αποτελούν ενώσεις τμημάτων μιας μεγάλης ειδικής κατηγορίας: των μεσοστρωμάτων. Σε περιόδους κρίσης η συμπεριφορά τους είναι χαρακτηριστική: ενώ εισπράττουν την πίεση προς τα κάτω και βιώνουν την κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση, που τους ωθεί συχνά σε μια ιδιόμορφη φτωχοποίηση, η συνείδησή τους δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητά τους, παρουσιάζει υστέρηση. Κι αυτό μεταφράζεται σε διατήρηση της ελπίδας ότι, τελικά, υποβιβασμός δεν θα πραγματωθεί ή ότι η αναβάθμιση δεν θα αργήσει.
Η μόνη κατηγορία που τείνει να απεμπλακεί από αυτό το διμορφισμό, είναι η κατηγορία των επαγγελματιών που έχουν ήδη με μονιμότερο τρόπο μετατραπεί σε μισθωτούς ή οιονεί μισθωτούς.
Ένας από τους σκεπτόμενους αναλυτές που ασχολήθηκαν με το «παράδοξο», ο κ. Δ. Μητρόπουλος, παρατηρεί αμέσως μετά την παράθεση των αποτελεσμάτων στο ΤΕΕ και τον ΔΣΑ: «Για να είμαστε σωστοί, οι συριζαίοι πάνε καλά μόνο στους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ (εφ. «Τα Νέα» 6/3). Αποδίδει, βέβαια, το γεγονός στον κ. Γεωργιάδη («ας όψεται ο Άδωνις»), αλλά είναι προφανές ότι οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ είναι οι μόνοι γιατροί που έχουν συνειδητοποιήσει ότι τους ωθούν βίαια από τα μεσοστρώματα στις τάξεις των «μισθωτών δούλων» και δίνουν τον επαγγελματικό αγώνα τους με διαφορετική ή υπό διαφοροποίηση συνείδηση.
Η αναδίπλωση στην «κοινότητα»
Πιο κάτω, εξηγώντας με ειλικρίνεια τους λόγους της επιτυχίας του κ. Β. Αλεξανδρή στον ΔΣΑ, σημειώνει: «Υπέρ Αλεξανδρή έκαναν διακριτική καμπάνια όλα τα μεγάλα σοβαρά δικηγορικά γραφεία, αστικά και ποινικά (…) Είχε την υποστήριξη των μεγαλοδικηγόρων, χωρίς να απωθεί τους μεσαίους ή τους βιοπαλαιστές των δικαστηρίων». Για να συμπεράνει, τελικά: «Η εκλογή Αλεξανδρή είναι έκφραση του κοινοτισμού (…) Η κοινωνία σπάει σε κοινότητες, κυριολεκτικές ή μεταφορικές όπως των επαγγελματιών, που παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους». Ας μας επιτραπεί να υποθέσουμε βάσιμα ότι, αν επρόκειτο για την εκλογή υποψηφίων με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, τότε τις λέξεις «κοινοτισμός» και «κοινότητες» θα είχαν αντικαταστήσει οι λέξεις «συντεχνιασμός» και «συντεχνίες».
Οι καθυστερήσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Όπως και να ‘χει, η λογική της ερμηνείας είναι ορθή. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι μοιραία ή ότι οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ τα έχουν κάνει όλα σωστά. Θα μπορούσαν οι παρατάξεις που υποστήριξε να είχαν αισθητά καλύτερα αποτελέσματα υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Πρώτα απ’ όλα, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η απρόσμενη εκλογική επιτυχία που υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών, ως κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική επιτυχία του δεν έτρεξε να την επενδύσει σε κοινωνική οργάνωση. Δεν φρόντισε να ανταποδώσει στην κοινωνική δράση αυτό που εκείνη του πρόσφερε απλόχερα στο πολιτικό επίπεδο. Κι αυτό δεν μπορούσε παρά να του κοστίσει στα επί μέρους μέτωπα (και στην κεντρική πολιτική μάχη πιθανότατα).
Αυτό που τίθεται ως πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ στο «τοπικό» επίπεδο των επαγγελματικών ενώσεων, αποτελεί ταυτόχρονα και ζήτημα σχετικό με τη γενική πολιτική στρατηγική του. Η πρόχειρη προσέγγιση της επίλυσης του προβλήματος προτείνει το πολιτικό άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτές τις ομάδες του εκλογικού σώματος, ώστε να νιώσουν ότι τις εκφράζει ικανοποιητικά.
Δυστυχώς, το θέμα είναι αρκετά πιο πολύπλοκο. Κανένα κόμμα, όσο κι αν «ανοίξει», δεν μπορεί να εκφράσει τους πάντες και τα πάντα. Ούτε το ΠΑΣΟΚ το μπόρεσε. Αν για μικρό χρονικό διάστημα ενομίσθη από κάποιους κάτι τέτοιο, η εντύπωση αυτή δεν κράτησε για πολύ. Και τότε, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και οι υπό την επιρροή του αναγκάστηκαν να επιλέξουν με ποιους θα πάνε και ποιους θ’ αφήσουν…
Σχέσεις εμπιστοσύνης με τα επιμέρους
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να επαναλάβει την ιστορία, πράγμα αδύνατον, άλλωστε, οφείλει να επεξεργαστεί πειστικές επιμέρους προγραμματικές θέσεις και την αντίστοιχη πολιτική συμμαχιών πάνω σ’ αυτή τη βάση. Έτσι θα μπορέσει να διευρύνει την επιρροή του και την υποστηρικτική βάση του μέσα στην κοινωνία με πιο σταθερό τρόπο, καλλιεργώντας τις απαραίτητες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Μπορεί, λοιπόν, η τεχνητή προβολή των εκλογικών αποτελεσμάτων στις επαγγελματικές ενώσεις κυρίως των μεσοστρωμάτων στο σύνολο του εκλογικού σώματος να είναι ουσιαστικά μια λαθροχειρία, ωστόσο αναδεικνύει ένα πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ∙ Η λύση του βρίσκεται στον αντίποδα των υποδείξεων των καλοθελητών: από την ικανότητά του να κερδίσει την ηγεμονία στο μεγάλο κάδρο, ως εκφραστής της μεγάλης πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων, θα κριθεί και η δυνατότητά του να συμπαρασύρει και τη μεγαλύτερη μερίδα των διστακτικών στρωμάτων. Και όχι το αντίθετο.