Γράφει ο Οικονομολόγος–Ψυχολόγος,
Κων/νος Μανίκας
Μετά από μια ολιγόμηνη παρουσία ιδεολογικής ασάφειας και επαμφοτερίζουσας ρητορικής και επικοινωνιακής επάρκειας που επιβραβεύτηκε στις ευρωεκλογές από το 6,6% του ελληνικού λαού, το Ποτάμι αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα πιο πεζό αλλά απαραίτητο οργανωτικό βήμα, ένα ιδρυτικό συνέδριο. Από μια κίνηση που θέλει να δηλώνει αντισυμβατική απέναντι στον ξύλινο λόγο και τις «στημένες» παρουσίες περιμένεις μια εντυπωσιακή διαδικασία με προτάσεις και λύσεις που ξεπερνούν τα ιδεολογικά στεγανά και καθορίζουν μια νέα εποχή λειτουργίας των κομματικών μηχανισμών.
Αντί αυτού είδαμε μπόλικο αντικομφορμισμό εξίσου στημένο με τον συνήθη συντηρητισμό και λεκτικά παίγνια με την τοποθεσία διεξαγωγής του συνεδρίου που μετατρέπουν το Ποτάμι και τον ηγέτη του σε viral των social media αλλά ταυτόχρονα το ντύνουν με μια ισχυρή αίσθηση αστειότητας. Ιδεολογικά ίσως να υπήρξε μια πιο σαφής δήλωση των ορίων του κόμματος αλλά είναι τόσες πολλές και αντιφατικές οι ερμηνείες πάνω στο εύπλαστο αυτών των ορίων που δίνουν τη δυνατότητα σε όλο το πολιτικό φάσμα να βρίσκει και μια καλή κουβέντα να πει για το εγχείρημα και πολλούς λόγους για να διαφωνεί με τους στόχους και τις επιδιώξεις του.
Αν το ζητούμενο του Ποταμιού είναι να ανοίξει έναν διάλογο με όσους απέχουν των εκλογικών διαδικασιών ή με όσους δηλώνουν απολιτικοί ή έστω ακομμάτιστοι, μπορεί η μέχρι σήμερα πρακτική του κόμματος να έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα αλλά δεν αρκεί για να μετασχηματιστεί σε μόνιμο πολιτικό μαγνήτη. Επειδή δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος που αδιαφορεί για τη ζωή του και τα προβλήματα που τον περιβάλλουν, αλλά ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αποστρέφεται τις κομματικές διεργασίες γιατί αποστερούνται σε μεγάλο βαθμό αξιοκρατίας και συνέπειας, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πως το Ποτάμι απαντά σε αυτό το δομικό λειτουργικό ζητούμενο.
Μια συντονιστική και μια κεντρική επιτροπή, με διαφορετικές ονομασίες για δείχνουμε λίγο πιο πρωτότυποι, χωρίς ξεκάθαρες προτάσεις για τον τρόπο ανάδειξης στελεχών, για την αξιολόγηση τους, για τη διαρκή διαδραστική σχέση με την κοινωνία, δεν αποτελούν παρά ένα κακέκτυπο ξεπερασμένων μεταπολιτευτικών δομών.
Το μονοπάτι της Νέας Μεταπολίτευσης δεν θα χαραχθεί με μιντιακούς όρους μιας επίπλαστα αφτιασίδωτης σανταλοειδούς εικόνας. Το ιδεολογικό στίγμα της νέας εποχής δεν θα καθοριστεί από θολές σοσιαλδημοκρατικο-φιλελεύθερες συμμαχίες (αυτό το έργο ξαναπαίχτηκε κι από το Σημίτη κι από τον Γ.Παπανδρέου).
Η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία στην πολιτική κερδίζονται με δομικές αλλαγές που μετατρέπουν κάθε πολίτη σε ισότιμο παράγοντα καθορισμού των εξελίξεων κι όχι σε δόκιμο μέλος ή χειροκροτητή μιας κομματικής αυθεντίας και με ιδεολογική σαφήνεια που μπορεί να μην αποκλείει την επιμέρους εκλεκτικότητα σε επιλογές αλλά δίνει ένα ξεκάθαρο στίγμα στο νήμα που ενώνει το λόγο με την πράξη κάνοντας πιο απτή την αξιολόγηση και την κριτική πάνω στην απόσταση δηλώσεων και έργων.