Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Ο περιβόητος «κόφτης» που η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε -μεταξύ όλων των άλλων- χθες στη Βουλή δεν είναι μόνο μηχανισμός αυτόματης προσαρμογής στους στόχους του προγράμματος, αλλά και «μηχανάκι» για τη μεγάλη ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Η ανασύνθεση αυτή έχει κατ’ ουσίαν δρομολογηθεί ύστερα από τη μεγάλη μνημονιακή στροφή του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούλιο και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι και τον εκλογικό θρίαμβο του περασμένου Σεπτεμβρίου (διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας).
Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο πολιτικός διπολισμός της περιόδου 2012 – 2014 που είχε εγκαθιδρυθεί πάνω στο «ρήγμα» μνημόνιο – αντιμνημόνιο και εκφράστηκε πολιτικά από τη συμμαχία Σαμαρά – Βενιζέλου αφενός και από τον ραγδαία ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου είχε ήδη χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ωστόσο, οι αναπόφευκτες εξελίξεις ανεστάλησαν για το μεσοδιάστημα από τον περασμένο Σεπτέμβριο μέχρι και χθες, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήταν καθόλου προφανές ποια θα είναι η έκβαση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, άρα και η τύχη της ίδιας της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και η ίδια η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης.
Τώρα, όμως, που αυτός ο αναστολέας των εξελίξεων φεύγει από τη μέση, οι διεργασίες για το νέο πολιτικό σκηνικό, που θα είναι «συμβατό» με τη διαχωριστική γραμμή «κεντροδεξιά – κεντροαριστερά» στο κοινό έδαφος των μνημονιακών πολιτικών, θα ξεδιπλωθούν αναπόφευκτα. Καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία είναι ο «κόφτης», και πρώτος πολιτικός σπασμός το «Όχι» και η παραίτηση της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βασιλικής Κατριβάνου.
Για ποιο λόγο είναι καταλυτικός σε αυτή τη διαδικασία ο «κόφτης»; Διότι υποχρεώνει την κυβέρνηση να προτιμήσει το πολιτικό κόστος της πιστής εφαρμογής των μέτρων, παρά το πολιτικό κόστος από την ενεργοποίηση του «κόφτη». Οι δανειστές πάντα είχαν πρόβλημα με όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές κυβερνήσεις, τις οποίες κατηγορούσαν ότι υπογράφουν ή νομοθετούν μέτρα τα οποία στη συνέχεια αποφεύγουν να εφαρμόσουν φοβούμενες το πολιτικό κόστος. Απαίτησαν τον «κόφτη», ακριβώς για να δοθεί ένα τέλος σε αυτό.
Όμως, η πιστή εφαρμογή των μέτρων, ιδιαίτερα αυτού του σκληρού μνημονίου, απαιτεί το κατάλληλο κυβερνητικό σχήμα και το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό. Σίγουρα, πάντως, δεν μπορεί να υπηρετηθεί με την παρούσα σύνθεση της κυβέρνησης και με ένα μέρος του ηγετικού πολιτικού προσωπικού του ΣΥΡΙΖΑ που σε κάθε δύσκολη καμπή θα αναζητεί «ισοδύναμα» και «παράλληλο πρόγραμμα» και θα διστάζει ή διαφωνεί με συγκεκριμένα μέτρα και αποφάσεις.
Ο «κόφτης», λοιπόν, υποχρεώνει τον Αλέξη Τσίπρα να κάνει το τρίτο μεγάλο πολιτική βήμα στη διαδικασία της πολιτικής του μεταστροφής και «ωρίμανσης». Το πρώτο ήταν η μνημονιακή στροφή του περασμένου Ιουλίου και η «επί της αρχής» συμφωνία και ψήφιση του τρίτου μνημονίου ταυτόχρονα με το ξεκαθάρισμα με την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Το δεύτερο ήταν η τωρινή ψήφιση των συγκεκριμένων μέτρων του μνημονιακού «πακέτου» μαζί με τον «κόφτη» και το «υπερταμείο». Το τρίτο βήμα θα είναι η διαμόρφωση των πολιτικών «εργαλείων» για την υλοποίηση των μέτρων ώστε να αποφύγει τον «κόφτη», να αποφύγει ένα νέο «επεισόδιο» της ελληνικής κρίσης (που θα μπορούσε να αποδειχτεί μοιραίο) και να ηγηθεί ο ίδιος της ευρύτερης ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για μια αμυντική κίνηση στην προσπάθεια του αντιπάλου του Κυριάκου Μητσοτάκη να επεκταθεί προς το κέντρο, αλλά για το πολύ σημαντικότερο ζήτημα ποιος θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού, ώστε να ασκήσει μια ηγεμονική πολιτική και προς το πολιτικό κέντρο.
Η ένταξη στη Σοσιαλιστική Διεθνή
Για να αποφευχθούν τα χειρότερα (παρά το πολύ βαρύ μνημονιακό πακέτο», υπήρχαν και χειρότερα!) και βέβαια υπό τον απόλυτο όρο να πει «Ναι σε όλα» όσον αφορά τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής «φράξιας» των δανειστών, ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκε τη βοήθεια των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών (προεξαρχόντων των κ. Σουλτς και Ολάντ) αλλά και του Ντράγκι και της γραφειοκρατίας της Κομισιόν. Ιδιαίτερα, οι σχέσεις με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, είναι τόσο θερμές και σε προχωρημένο στάδιο, ώστε τίθεται πλέον ζήτημα ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στη Σοσιαλιστική Διεθνή – ήδη ο κ. Τσίπρας συμμετείχε στην τελευταία τους σύνοδο ως παρατηρητής.
Από την πλευρά των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών το ενδιαφέρον είναι «ζωηρότατο», όχι βέβαια για αφηρημένους ιδεολογικούς όρους, αλλά για τα συγκεκριμένα υλικά οφέλη που θα έχει μια ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ. Το μπλοκ των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών υστερεί έναντι του αντίστοιχου μπλοκ του Λαϊκού κόμματος σε εκπροσώπηση στο Ευρωκοινοβούλιο.
Οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχουν στην ευρωομάδα της Αριστεράς GUE. Όμως, οι συσχετισμοί δεν κρίνονται μόνο αριθμητικά, αλλά και με άλλα, ποιοτικά στοιχεία. Η ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συνεισφέρει μόνο 6 ευρωβουλευτές στη δύναμη των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών, αλλά και… έναν πρωθυπουργό! Από την άλλη, αυτή η τελευταία συνεισφορά σημαίνει ότι έτσι ο Αλέξης Τσίπρας «κλειδώνει» τη στήριξη σημαντικών ευρωπαϊκών δυνάμεων ώστε να παραμείνει στην πρωθυπουργία – ένα αμοιβαία επωφελές πολιτικό deal…
Βέβαια, τυπικά το ελληνικό τμήμα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς είναι το ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, είναι μικρό και αδύναμο, δεν διαθέτει… πρωθυπουργό και δεν μπορεί να συνεισφέρει οτιδήποτε ουσιαστικό στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία των κ. Ολάντ και Σουλτς.
Στο πλαίσιο αυτό και σύμφωνα με πληροφορίες μας, στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι λίγοι αυτοί που πλέον έχουν συμφιλιωθεί με την προοπτική της μεγάλης κεντροαριστεράς με ηγεμονικό κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και ηγέτη τον Αλέξη Τσίπρα. «Απλώς» το όλο πρότζεκτ απαιτεί χρόνο και προσεκτικούς χειρισμούς. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν θα γίνει τώρα ο ανασχηματισμός αλλά μετατίθεται για τον Σεπτέμβριο: θα πρέπει να σηματοδοτήσει την πορεία προς τη μεγάλη κεντροαριστερά και να συνδυαστεί με άλλες σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες, πριν η καταιγίδα των φόρων και των περικοπών βαρύνει δυσβάστακτα για την κυβέρνηση το κλίμα στην κοινωνία.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα συνδυαστεί και με την επίσημη αίτηση ένταξης στη Σοσιαλιστική Διεθνή που επίσης θέλει προετοιμασία και χρόνο, κυρίως όμως να διαμορφώσει ο Αλέξης Τσίπρας τους όρους για την υπέρβαση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ. Πέρυσι τον Ιούλιο «καθάρισε» την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του. Ένα χρόνο μετά καλείται να υπερβεί συνολικά τον «υπαρκτό ΣΥΡΙΖΑ».
Σε αυτό το πλαίσιο, τα «Όχι» της κ. Κατριβάνου και η παραίτησή της δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν σαν περιστασιακό γεγονός, αλλά να εκτιμηθούν υπ’ αυτό το πρίσμα σαν ο πρώτος πολιτικός σπασμός στην πορεία προς τη μεγάλη κεντροαριστερά.