Γράφει η Ρένα Παυλάκη – Διακίδη*
Σε πρωτοφανές πολιτικό και επικοινωνιακό Βατερλό εξελίχθηκε για την κυβέρνηση η όψιμη επιχείρηση «συντρίβουμε τον εξτρεμισμό», με την απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα να αφεθούν ελεύθεροι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής Ηλίας Κασιδιάρης, Ηλίας Παναγιώταρος και Νίκος Μίχος.
Ωστόσο, αυτό είναι δευτερεύον μπροστά στην αποθράσυνση της Χρυσής Αυγής, που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσει, όπως και η ηρωοποίηση των στελεχών της. Ήδη, από τα πρώτα λεπτά της αποφυλάκισής τους έδωσαν σαφή δείγματα γραφής των όσων θα ακολουθήσουν.
Η διαχείριση της υπόθεσης τις τελευταίες ημέρες, αποκαλύπτει με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο το εύρος του πολιτικού και θεσμικού ελλείμματος της χώρας. Μιας χώρας που κυβερνάται από αριβίστες της πολιτικής, που δεν διστάζουν να υπονομεύσουν την ομαλότητα και τη δημοκρατία, προκειμένου να επιτύχουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους.
Μια επιγραμματική αναδρομή των γεγονότων των τελευταίων ημερών, από τη δολοφονία Φύσσα και μετά, είναι αποκαλυπτική του μεγέθους της διάβρωσης κάθε θεσμικής και κρατικής λειτουργίας σ’ αυτή τη χώρα, τα τελευταία χρόνια.
‘Όλα ξεκίνησαν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, από μέλος της Χρυσής Αυγής, όπως ο ίδιος ομολογεί και παραδέχεται.
Στην αρχή, η κυβέρνηση δεν δείχνει να παίρνει το δολοφονικό χτύπημα στα σοβαρά. Πιθανώς, επειδή είναι ένα ακόμη περιστατικό μέσα σε τόσα που έχουν προηγηθεί. Κινούνται ακόμα στην επικοινωνιακή γραμμή των δύο άκρων. Με τη δολοφονία, βρίσκουν απλώς μια ακόμα αφορμή για να «τεκμηριώσουν» τη θεωρία τους και να επιτεθούν κατά της Αριστεράς.
Με καθυστέρηση 36 και πλέον ωρών, ο πρωθυπουργός αναγκάζεται να καταδικάσει τη δολοφονική πράξη. Τι τον ανάγκασε; Κατ’ αρχήν ο ξένος Τύπος, ο οποίος – σε αντίθεση με τα εγχώρια εκδοτικά συγκροτήματα – μιλά για πολιτική δολοφονία ενός αριστερού αντιφασίστα από νεοναζί. Παράλληλα, αρχίζει να αμφισβητείται από εκπροσώπων θεσμικών ευρωπαϊκών οργάνων η δυνατότητα της χώρας, υπό αυτές τις συνθήκες, να προεδρεύσει της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, επίκειται το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και οι πληροφορίες θέλουν την ελληνοεβραϊκή κοινότητα να ασκεί έντονες πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση.
Οι έξωθεν πιέσεις αλλά και η κατακραυγή κυρίως από τον διεθνή Τύπο για τη δράση του νεοναζιστικού κόμματος, αναγκάζει την κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει την τακτική της και να εμφανίσει προς τα έξω ένα δήθεν δόγμα πυγμής κατά του φασιστικού μορφώματος, που εν μια νυκτί, «μεταλλάχθηκε» σε εγκληματική οργάνωση, την οποίαν μέχρι εκείνη την ώρα οι ίδιοι κάλυπταν, υπέθαλπαν, υιοθετούσαν την ατζέντα της.
Ωστόσο, η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι απλή υπόθεση, από τη στιγμή που η υπόθαλψή της από το πολιτικό σύστημα για δύο δεκαετίες, είναι εκείνη που την έστειλε στη Βουλή και την «νομιμοποίησε δημοκρατικά» στη συνείδηση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Επιπρόσθετα, πολιτική αντιμετώπιση σημαίνει ότι απαλείφεις και τις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου, τις μνημονιακές πολιτικές. Επ’ αυτού, ούτε λόγος να γίνεται από την κυβέρνηση – εντολοδόχο των δανειστών.
Η σκέψη να τεθεί εκτός νόμου, παραμερίστηκε γρήγορα, διότι τέτοια διαδικασία δεν προβλέπεται, αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να γίνει, θα οδηγούσε σε έκρυθμες καταστάσεις.
Η λύση σε ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό πρόβλημα βρέθηκε δια την νομικής οδού. Η τεκμηρίωση της κατηγορίας της σύστασης εγκληματικής συμμορίας, έδειχνε να είναι η διέξοδος στο αδιέξοδο.
Έτσι, εν ριπή οφθαλμού ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας βρίσκεται με 32 φακέλους υπό μάλης, αντίστοιχων υποθέσεων εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγή, ενώ το υποστηρικτικό υλικό και τα ντοκουμέντα άρχισαν να ρέουν άφθονα στα μέχρι χθες ανυποψίαστα ΜΜΕ, οι δε δημοσιογράφοι άρχισαν να πλειοδοτούν με πάθος σε δημοκρατικά ιδεώδη και αντιναζιστικό μένος. Όψιμα ανανήψαντες και αυτοί, όπως και η κυβέρνηση.
Η θεατρική παράσταση είχε ξεκινήσει. Οι πρώτες ενδείξεις για την αποδοχή από το κοινό ήταν ενθαρρυντικές, τόσο που επιτελείο Σαμαρά και Βενιζέλος, άρχισαν να βλέπουν σοβαρά, μέσα στο σκηνικό υφέρπουσας πολιτικής ανωμαλίας, την ευκαιρία για εκλογές, προεξοφλώντας μάλιστα το θετικό αποτέλεσμα για τη συγκυβέρνηση.
Η επόμενη πράξη της θεατρικής παράστασης παίχτηκε το πρωί του Σαββάτου με τις συλλήψεις βουλευτών και στελεχών της Χρυσής Αυγής. Το πόρισμα του αντιεισαγγελέα Βουρλιώτη έγινε φέιγ βολάν. Το μοίραζαν με υπερηφάνεια, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι εκείνη την ώρα, το περιεχόμενό του αποδείκνυε με τον πλέον περίτρανο τρόπο την κατάρρευση κάθε θεσμικής και κρατικής λειτουργίας. Πώς είναι δυνατόν να συνέβαιναν όλα αυτά που περιγράφονται και τόσα χρόνια κανένας δεν έκρινε σκόπιμο να ασχοληθεί; Ωμή παραδοχή οργανωμένης, πολυεπίπεδης συγκάλυψης. Κι ας επέσειαν έγκριτοι νομικοί τους πιθανούς κινδύνους αυτής της παρορμητικής και εσπευσμένης ενέργειας.
Κι εκεί που η εξαγωγή του οικονομικού success story είχε καταρρεύσει, ένα νέο success story, αυτό της «συντριβής του εξτρεμισμού» ( πρόκειται για τη συγκαλυμμένη θεωρία των δύο άκρων), φαινόταν να έχει καλύτερες εξαγωγικές προοπτικές. Και είναι αλήθεια ότι ο Α. Σαμαράς το προπαγάνδισε δεόντως στην αντίπερα, του Ατλαντικού, όχθη.
Όμως, κάθε θαύμα τριήμερο. Πρωί Τετάρτης, οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής αφήνονται ελεύθεροι. Μπορεί η μη προφυλάκιση να μην προδικάζει τίποτε επί της ουσίας της υπόθεσης, όπως επικοινωνιακά δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Δεν σημαίνει ότι είναι αθώοι για όσα κατηγορούνται, όμως αυτό θα αργήσει να αποδειχθεί και μόνον όταν οι υποθέσεις φτάσουν στο ακροατήριο. Η πρώτη ανάγνωση ωστόσο λέει ότι το βαρύ κατηγορητήριο δεν τεκμηριώθηκε, ενώ η αποθρασυνόμενη πλέον (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει) Χρυσή Αυγή θα έχει άφθονο χρόνο για να ηρωοποιεί τα στελέχη της και να διακινεί τη θεωρία της πολιτικής δίωξή στους.
Η βιαστική, επιπόλαιη, επικοινωνιακή, καιροσκοπική διαχείριση μιας τόσο σοβαρής υπόθεσης από πλευράς της κυβέρνησης, κατέληξε σε Βατερλό γι αυτήν και σε μια σοβαρότατη αιχμή κατά της Δικαιοσύνης, που σήμερα εμφανίζεται να ακολουθεί κυβερνητικές οδηγίες και να εκτίθεται. Τόσα χρόνια συγκάλυπτε, χθες επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο και σήμερα αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν είχε τα στοιχεία που απαιτούντο για να δικαιολογήσει το ζήλο της.
Ακόμα πιο πέρα, άρχισε ήδη να διακινείται – ως υπόνοια – το ενδεχόμενο να συντάχθηκε σκοπίμως ένα τόσο βαρύ κατηγορητήριο, ακριβώς για να μην μπορεί να τεκμηριωθεί. Αν αυτό συμβαίνει, είναι τουλάχιστον νοσηρό και στοχεύει σε αντίθετο από το υποτίθεται επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Στοχεύει στην ενίσχυση του νεοναζισμού.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια ακραία και παρακινδυνευμένη εκδοχή. Άλλωστε, δεν χρειαζόταν να πάει κανείς τόσο μακριά. Και μόνο οι κυβερνητικοί χειρισμοί είναι αρκετοί να οδηγήσουν στο ίδιο ακριβώς «επίτευγμα». Στον εκφασισμό, κατ’ αρχήν, της πολιτικής ζωής της χώρας – σε μεγάλο βαθμό αυτό έχει συντελεστεί ήδη με πρακτικές που έχουν θεσμοποιήσει τον φασισμό – και στην συνέχεια της ίδιας της κοινωνίας.
* Η Ρένα Παυλάκη – Διακίδη είναι δημοσιογράφος.