Χρειάζεται επιπλέον βοήθεια, κούρεμα του χρέους και μια πιο υπεύθυνη στάση από την πλευρά της Ελλάδας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση, υποστηρίζει ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW) Μαρσέλ Φράτσερ.
Μια αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην Ε.Ε. απαιτεί μια «ευρωπαϊκή επενδυτική ατζέντα» ύψους 160 δισ. ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό, που αντιστοιχεί στο 4% του ΑΕΠ των χωρών της Ε.Ε. που πλήττονται από τη δημοσιονομική κρίση, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξή τους, δήλωσε ο κ. Φράτσερ στο περιθώριο πρόσφατης ημερίδας του ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ στο Βερολίνο.
Αυτή, όμως, είναι η μια όψη του νομίσματος, τονίζει ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW), σύμφωνα με τη Deutsche Welle. Η άλλη είναι η ευθύνη που φέρουν οι κυβερνήσεις των χωρών που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Ο Φράτσερ αμφιβάλλει αν η Ελλάδα πράγματι έχει ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση.
«Η ελληνική κυβέρνηση έδειξε ότι δεν είναι σε θέση, τουλάχιστον ως τώρα, να εφαρμόσει πολλές από τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό είναι μια βασική προϋπόθεση. Όσα χρήματα και να δώσεις δεν θα πετύχεις τίποτα αν δεν επενδυθούν εκεί που υπάρχουν ανάγκες» επεσήμανε.
Σύμφωνα με τον κ. Φράτσερ, καμία άλλη χώρα δεν έχει λάβει τα τελευταία 60 χρόνια περισσότερη χρηματική βοήθεια από διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς όσο η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά της προβλήματα. Όπως συμπεραίνει, «το ζητούμενο δεν είναι ότι δεν έχουν δοθεί αρκετά χρήματα, αλλά ότι δεν έχουν αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση κατάλληλα».
Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι «δεν λειτουργούν σωστά οι θεσμοί». Η κατάσταση αυτή κάνει τους ξένους επενδυτές να διστάζουν να έρθουν στην Ελλάδα. Για να τεκμηριώσει την άποψή του ο πρόεδρος του DIW αναφέρεται σε συγκριτική έρευνα του ινστιτούτου για την παραγωγή ρεύματος με φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα και στη Γερμανία.
«Η παραγωγή ενός κιλοβάτ ρεύματος στη Γερμανία με φωτοβολταϊκά κοστίζει περίπου το μισό του κόστους στην Ελλάδα. Αυτό σίγουρα ξαφνιάζει. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ περισσότερη ηλιοφάνεια απ΄ ό,τι στη Γερμανία θα ανέμενε κανείς ότι το κόστος παραγωγής θα ήταν χαμηλότερο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μεγαλύτερο, επειδή έχεις εκτός των άλλων μια γραφειοκρατία που σου βάζει ένα σωρό εμπόδια, πχ. στην έκδοση άδειας λειτουργίας».
Χωρίς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη δημόσια διοίκηση και στις φορολογικές αρχές, στη λειτουργία κτηματολογίου και σε πολλά άλλα παρόμοια, τα όποια πακέτα βοήθειας δεν πρόκειται να επιφέρουν αποτελέσματα. Με βάση αυτήν την εκτίμηση, ο Μαρσέλ Φράτσερ υποστηρίζει την αναγκαιότητα παροχής τεχνικής βοήθειας και συμβουλών προς την Ελλάδα. Για το ρόλο της τρόικας είπε τα εξής:
«Θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει αν κάνει καλά ή άσχημα τη δουλειά της. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα όλων των κρατών-μελών της ευρωζώνης, διασφαλίζοντας ότι τα χρήματά μας δεν καταλήγουν σε κάποια περίεργα κανάλια ή ότι σπαταλούνται.
Κούρεμα του χρέους τουλάχιστον στο 100%
Κάνοντας μια αναδρομή αναφορικά με τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους, o Φράτσερ εξέφρασε την άποψη ότι το βασικό λάθος έγινε το Μάιο του 2010, όταν αποφασίστηκε να δοθεί στην Ελλάδα το πρώτο πακέτο βοήθειας. Η σωστότερη επιλογή τότε θα έπρεπε να ήταν κούρεμα του χρέους, όπως και έγινε αργότερα. Το 2010 όμως, δύο χρόνια μετά την πτώχευση της τράπεζας Lehman Brothers και την παρ’ ολίγον κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης διακατέχονταν από το φόβο ότι θα προκαλούνταν ανάλογες καταστάσεις όπως το 2008, εάν απαιτούσαν από τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες να παραιτηθούν από μεγάλο μέρος του ελληνικών οφειλών.
Όπως επισήμανε ο Φράτσερ, τα πράγματα σήμερα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Ένα τρίτο πακέτο, το οποίο έχει ανάγκη η Ελλάδα και που θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης το αργότερο το καλοκαίρι, δεν θα είναι αρκετό για να αντιμετωπίσει η χώρα το χρέος της. Ανερχόμενο σχεδόν σε 180% επί του ΑΕΠ το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Για να γίνει θα πρέπει να μειωθεί στο 90% ή -το πολύ- στο 100%.
Ένα κούρεμα τέτοιου ύψους θα σήμαινε για τους Γερμανούς φορολογούμενους «βάρος» της τάξης των 30 με 40 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με το Γερμανό οικονομολόγο, δεν είναι ούτε για τους Γερμανούς αμελητέο. Αποτελεί ουσιαστικά το μισό του ποσού που η Γερμανία προσφέρει σήμερα ως εγγυήσεις για τα ελληνικά δάνεια και για το οποίο, όπως προβλέπει, δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες να επιστραφεί.