«Η πολιτική των δανειστών έθεσε εκτός ισχύος τις δυνάμεις της αγοράς στην Ελλάδα» προειδοποιεί το γερμανικό think tank CEP, παραπέμποντας στη μείωση των επενδύσεων και την άνοδο του δείκτη κατανάλωσης. Με αφορμή την πρόσφατη έξοδο της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές το Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Πολιτική (CEP) που εδρεύει στο Φράιμπουργκ υποστηρίζει ότι η έκδοση κρατικών ομολόγων πενταετούς διάρκειας που εξασφάλισε στην ελληνική κυβέρνηση 3 δισ. ευρώ δεν συνιστά απόδειξη προόδου.
«Η διάθεση των ομολόγων δεν οφείλεται στις επιτυχείς μεταρρυθμίσεις, αλλά στο γεγονός ότι οι χρηματοπιστωτικές και νομισματικές παρεμβάσεις των περασμένων ετών έθεσαν εκτός ισχύος τις δυνάμεις της αγοράς» αναφέρουν, σύμφωνα με τη Deutsche Welle, οι επιστήμονες του CEP, σε μια επικαιροποιημένη εκδοχή μελέτης τους, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο.
Η πρόσφατη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δεν δικαιολογεί καμία αισιοδοξία, αναφέρουν οι συντελεστές της μελέτης. «Η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας και η δημοσιονομική κατάσταση δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος κατάφερε να διαθέσει τα ομόλογά του με επιτόκιο χαμηλότερο του 5%», αναφέρεται στην επικαιροποιημένη μελέτη του Κέντρου, το οποίο δεν διακρίνει καμία ένδειξη βελτίωσης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στο ορατό μέλλον.
Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στη μελέτη, οι επενδύσεις υποχωρούν από το 2011 και το 2013 η μείωση τους έφτασε το 10,7% του ΑΕΠ. Αντίθετα, ο δείκτης κατανάλωσης βρίσκεται από το 2002 σε επίπεδα άνω του 100% του διαθέσιμου εισοδήματος και το 2013 έφτασε το 119%. Όπως εκτιμούν οι ερευνητές του CEP, η αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας είναι δυνατή μόνον εφόσον σημειωθεί «δραστική πτώση του δείκτη κατανάλωσης». Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, δεν μπορεί σήμερα να γίνει λόγος για κάτι τέτοιο.
Η αισιοδοξία των χρηματιστηριακών κύκλων δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα ξεπέρασε τον κίνδυνο. «Το αντίθετο», υποστηρίζει το CEP, διευκρινίζοντας ότι «η συμπεριφορά των επενδυτών θα οδηγήσει στην άμβλυνση των πιέσεων για μεταρρυθμίσεις αλλά και στην μείωση της μεταρρυθμιστικής διάθεσης των Ελλήνων, με συνέπεια η ανάκαμψη να παραπέμπεται στο μακρινό μέλλον». Όπως υπογραμμίζει η ερευνητική ομάδα, «η Ελλάδα εξαθλιώνεται όλο και περισσότερο. Απομακρύνεται περισσότερο από τη δυνατότητα εξυγίανσης της μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και κατ’ επέκταση από την υπέρβαση της κρίσης». Οι ερευνητές του CEP, καταλήγουν ότι τα πραγματικά προβλήματα της χώρας δεν επηρεάζονται από τις εξελίξεις στις κεφαλαιαγορές.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, το CEP έχει αναπτύξει έναν δικό του δείκτη φερεγγυότητας κρατών, το CEP-Default-Index, με το οποίο εξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα οι χώρες της ευρωζώνης. Οι ερευνητές θεωρούν ότι η εξέλιξη της φερεγγυότητας μιας χώρας έναντι των ξένων πιστωτών εξαρτάται λιγότερο από το ύψος του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και περισσότερο από την συνολική σταθερότητα της οικονομίας, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά. Ο δείκτης λαμβάνει υπόψη την πιστωτική συμπεριφορά των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.