Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Όταν ο Νίκος Φίλης έφυγε από το υπουργείο Παιδείας πριν από περίπου έναν χρόνο, πολλοί άνθρωποι ανάσαναν. Ο Πάνος Καμμένος και η εκκλησία για παράδειγμα, που είχαν σφοδρή πολιτική σύγκρουση μαζί του. Και άλλοι, όμως, πολίτες και πολιτικοί που πρόσκεινται στο φιλελεύθερο κέντρο και με τους οποίους ο Φίλης είχε ανοιχτό μέτωπο. Τότε, ήρθε στο προσκήνιο ο Κώστας Γαβρόγλου. Μειλίχιος, ψύχραιμος, χωρίς εμπρηστικό λόγο, ο νέος υπουργός Παιδείας τοποθετήθηκε στη θέση ως αντίβαρο του εκρηκτικού Νίκου Φίλη.
Έναν χρόνο μετά, αποδεικνύεται ένα πάγιο αξίωμα: το αν θα κάνεις ζημιά δεν έχει καμία σχέση με το πόσο φωνάζεις. Αφήστε που, αν το κάνεις και σιωπηρά, η ζημιά είναι μεγαλύτερη. Ο Κώστας Γαβρόγλου, από την ώρα που ανέλαβε τα ηνία του υπουργείου, έχει επιδείξει μια συνεπή πολιτική συμπεριφορά.
Στο πλαίσιο της συνέπειας αυτής εντάσσεται και η απόφαση να περισταλούν οι εκδρομές των σχολείων στο εξωτερικό, εκτός αν πρόκειται για εκπαιδευτικά προγράμματα που εποπτεύουν το υπουργείο Παιδείας και η γενική γραμματεία Θρησκευμάτων ή ανταλλαγές με αδελφοποιημένα ή ομογενειακά σχολεία. Ευτυχώς, ακόμα θα γίνονται εκπαιδευτικές αποστολές που εντάσσονται σε ευρωπαϊκά προγράμματα και ευρύτερα σε προγράμματα οργανισμών, μέλος των οποίων είναι η χώρα μας.
Δεν θα γίνονται όμως πλείστα όσα πολιτιστικά και περιβαλλοντικά ταξίδια, ενώ και οι ανταλλαγές που γίνονταν μεταξύ διαφορετικών σχολείων θα πέσουν λογικά θύμα αυτής της λογικής. Το σκεπτικό της απόφασης του υπουργείου, το οποίο έσπευσε να αγκαλιάσει η συμπολιτευόμενη Εφημερίδα των Συντακτών με πρωτοσέλιδο θέμα, είναι ότι έτσι διασφαλίζεται ότι δεν θα δημιουργούνται μαθητές δύο ταχυτήτων μέσα στη σχολική κοινότητα. Μαθητές, δηλαδή, που μπορούν να πληρώσουν για το ταξίδι στο εξωτερικό και μαθητές που δεν μπορούν, με αποτέλεσμα να μείνουν πίσω.
Έχω μια θεμελιώδη ιδεολογική διαφωνία με τον υπουργό. Ο κ. Γαβρόγλου είναι της άποψης πως, όταν υπάρχουν ευκαιρίες που ένας μαθητής μπορεί να τις εκμεταλλευτεί, επειδή μπορεί να τις πληρώσει, ενώ κάποιος άλλος μαθητής όχι, τότε δεν χρειάζεται καν να υπάρχουν αυτές οι ευκαιρίες. Πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι δηλαδή. Αυτή, στο μυαλό του, είναι η πρακτική εφαρμογή της ταξικής εξίσωσης.
Εγώ είμαι μιας άλλης άποψης. Όταν έχεις έναν μαθητή από ανώτερο και έναν από κατώτερο οικονομικό επίπεδο και μια ευκαιρία, την οποία αμφότεροι μπορούν να διεκδικήσουν, τότε διαμορφώνεις τις συνθήκες, ώστε και οι δύο να μπορέσουν. Δεν καταργείς την ευκαιρία.
Είναι απερίγραπτο εν έτει 2018, ζώντας στην κοινωνία της πληροφορίας, να θέλουμε τα παιδιά των ελληνικών σχολείων να μένουν περιχαρακωμένα στα στενά εθνικά όρια. Η εποχή μάς έχει υπερβεί. Πολλώ δε μάλλον, όταν βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο ρατσισμός και ο εθνικισμός θεριεύουν ξανά, τι καλύτερο από το να δημιουργήσουμε αναχώματα στη νέα γενιά που έρχεται και πάρει τα ηνία της χώρας; Όχι, όμως, η λογική του εξισωτισμού προς τα κάτω κυριαρχεί. Κλειστά μυαλά, περιορισμένοι ορίζοντες, ελάχιστες παραστάσεις.
Μια κυβέρνηση με «ταξικό πρόσημο», όπως το λέει πολλάκις ο πρωθυπουργός, θα έπρεπε να βρει τρόπο να πάνε και οι φτωχότεροι μαθητές ταξίδια. Άλλωστε, η εμπειρία στα χρόνια της κρίσης μας δείχνει πως, ακόμα και μαθητές από πιο φτωχές οικογένειες, συμμετείχαν εν τέλει σε αυτές τις εκδρομές και τα έξοδά τους καλύπτονταν από εκδηλώσεις στο σχολείο ή ελαφρά αυξημένη συμμετοχή των πιο εύπορων μαθητών. Είναι και αυτό μια μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης, με πολύ μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο τέλος.
Τώρα, όμως, όχι. Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο και, όταν τα φτωχότερα παιδιά θα καταφέρουν να βγουν για πρώτη φορά στο εξωτερικό (γιατί τα πλουσιότερα θα βρουν τρόπο να πάνε), θα κάνουν σαν την Μοντέρνα Σταχτοπούτα, όταν πήγε για πρώτη φορά στη Ρώμη.
Και, κάπως έτσι, συντελείται, αργά αλλά σταθερά, η συντεταγμένη επιστροφή στο παρελθόν. Είναι μια φαινομενικά ανέξοδη επιλογή, αυτή τη στιγμή. Θα κοστίσει, όμως, ακριβά μεσο-μακροπρόθεσμα, όταν η επόμενη γενιά πολιτών που θα έρθει στην επιφάνεια, δεν θα έχει βγει από τα στενά όρια του χωριού της, όχι επειδή δεν ήθελε, αλλά επειδή δεν μπορούσε.