Γράφει ο Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης, Επιτ. Δικηγόρος, Πρόεδρος Εταιρείας Λογοτεχνών
Αυτές τις μέρες επανέρχεται ένα θέμα του όρκου και κατά πόσο είναι επιτρεπτό οι θρησκευτικοί λειτουργοί να είναι παραβάτες και επίορκοι των θείων εντολών. Αυτά αναλογίσθηκα με την παρουσία πέντε λειτουργών της Εκκλησίας κατά την ορκωμοσία της νέας Κυβέρνησης.
Δεν ξέρω γιατί οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας επιμένουν να διασύρουν τις αρχές της πίστης κι ακόμη τους θεσμούς αφού είναι δεδομένο πως οι ομνύοντες δεν πρόκειται να τηρήσουν ποτέ τον όρκο που έδωσαν.
Δεν ξέρω γιατί ακόμη οι εκπρόσωποι της πολιτείας επιμένουν στις τελετές ορκωμοσίας αφού μπορούν να υποκαταστήσουν τον όρκο με μια δημόσια διαβεβαίωση την τιμή και την υπόληψή τους.
Θα προχωρήσουν άραγε στην κατάργηση αυτής της κακόγουστης σκηνοθεσίας και μάλιστα στις διαδοχικές κυβερνητικές και άλλες μεταμορφώσεις της πολιτικής μας ζωής;
Με την ευκαιρία αυτού του επίκαιρου ζητήματος θα θέλαμε να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις. Στο Δίκαιό μας τόσο το αστικό όσο και στο ποινικό προβλέπεται η υποχρεωτικότητα του θρησκευτικού όρκου. Τόσο το άρθρο 408 του ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής δικονομίας όσο και το αντίστοιχο 218 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι ο μάρτυς προ της εξετάσεώς του οφείλει να ομόσει θέτων την χείρα επί του Ιερού Ευαγγελίου και να είπει τα εξής: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να είπω ευσυνειδήτως όλην την αλήθεια και μόνον τη αλήθειαν χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τι» .Και φυσικά τα άρθρα 224 και 225 προβλέπουν ποινές για εκείνους που δίνουν ψευδείς όρκους. Αυτά ορίζουν οι ανθρώπινοι νόμοι σήμερα.
Ας δούμε τώρα τι αναφέρουν οι θείοι νόμοι τους οποίους θεληματικά και εκ συστήματος η Εκκλησία μας παραγνωρίζει. Η Παλαιά Διαθήκη επέτρεπε τον όρκο σαν αποδεικτικό μέσο για την διευκόλυνση των ανθρωπίνων σχέσεων και καταδίκαζε αυστηρά την επιορκία και την ψευδορκία. Όμως η νεότερη διδασκαλία του Χριστού είναι ριζικά αντίθετη. Ερρέθη τοις αρχαίοις, λέγει [Ματθαίος Ε΄33-37] ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις Δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ Δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, έστω Δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου, το Δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν. Είναι σαφής και κατηγορηματική η διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Καταργεί τελείως τον όρκο. Μη ομόσαι όλως (να μην ορκισθείτε καθόλου) και φυσικά δεν περιορίζεται σ’ αυτό αλλά καθορίζει περαιτέρω, πως ο λόγος μας θα πρέπει να είναι καθαρός, αληθινός και ειλικρινής. Ο λόγος μας να είναι ναι ή όχι και αυτό το ναι ή το όχι να είναι αληθινό και να εκφράζει την πραγματικότητα. Σύμφωνα δε με τους Ιερούς κανόνες των Πατέρων ο όρκος απαγορεύεται ρητώς και μάλιστα με απόφαση της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου επιβάλλεται και επιτίμιο σε όσους εκ των χριστιανών δίνουν όρκο.
Ο Ακαδημαϊκός Κων/νος Δεσποτόπουλος ο οποίος σημειωτέον αγωνίσθηκε για την κατάργηση του υποχρεωτικού θρησκευτικού όρκου στη νομοθεσία μας, στο βιβλίο του: «ΕΠΙΜΑΧΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΕΜΑΤΑ» σημειώνει πως «η ορκοδοσία σαν δόση θρησκευτικού όρκου αποτελεί ακόμη και προσβολή των θρησκευτικών αξιών, ενώ η χρήση του όρκου με τέτοια έννοια είναι σκηνοθεσία της πολιτικής εξουσίας και σχεδόν απάτη».
Το θέμα είχε απασχολήσει στο παρελθόν και το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μας, το Συμβούλιο Επικρατείας το οποίο με την υπ΄αρίθ.2601/98 απόφαση του Στ΄ Τμήματός του είχε αποφανθεί ότι όποιος αρνείται για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως να ορκισθεί, μπορεί να δώσει τη διαβεβαίωση επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή του. Και ότι αυτός ο λόγος τιμής είναι ισότιμος με τον όρκο και έχει τις ίδιες έννομες συνέπειες στην περίπτωση που παραβιασθεί.
Αλλά και στην καθημερινή μας Δικαστηριακή πρακτική όταν για οποιοδήποτε λόγο καλείται ο διάδικος να δώσει όρκο δεν σημαίνει ότι κι αν καταθέσει οτιδήποτε χωρίς να ορκισθεί δεν έχει συνέπειες για όσα τυχόν ψευδή καταθέσει.
Γιατί συνεπώς να ζητάμε και με νόμο του κράτους από τους Χριστιανούς να παραβιάζουν το Θείο Νόμο;
Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, και η ηγεσία της θα έπρεπε να αρνηθεί να προσέλθει στη Βουλή η οπουδήποτε αλλού όπου θα δίδεται όρκος εκ μέρους των μελών οιασδήποτε κυβέρνησης. Θεωρώ την παρουσία εκπροσώπων της Εκκλησίας τραγικό λάθος και ως λάθος θα πρέπει ο Μακαριότατος να το αναγνωρίσει και τα το διακόψει κάποτε.