Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Η συζήτηση των τελευταίων ημερών σχετικά με την αντικατάσταση της κ. Σαμπιχά Σουλεϊμάν στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να αναδείξει μια συζήτηση επί της ουσίας, τι συμβαίνει και τι θα πρέπει να βελτιωθεί στα μειονοτικά πράγματα της Θράκης. Είναι κοινό μυστικό ότι η θέση της μειονότητας ρυθμίζεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης, νομικό κείμενο στηριγμένο σε λογικές μιλλέτ του 19ου αιώνα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι η εφαρμογή της Συνθήκης σε Ελλάδα και Τουρκία έγινε μέσα από την ψευδή αρχή της αμοιβαιότητας, κατά κανόνα σε βάρος των μελών των μειονοτήτων. Χιλιάδες άνθρωποι εκδιώχθηκαν, έχασαν την ιθαγένειά τους, την περιουσία τους και σχεδόν όλοι κατά περιόδους ένιωσαν το ρατσισμό και την υποτιμητική διαφοροποίηση. Ακόμα περισσότερο οι μειονότητες μέσα στις μειονότητες.
Οι διακρίσεις, στην πράξη αλλά ακόμα και σε επίπεδο νόμων νομιμοποιούνται μέχρι και σήμερα σε λογικές εξαιρετικών μέτρων για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Θύλακες έκνομων πρακτικών
Δημιουργούνται, δηλαδή, θύλακες έκνομων πρακτικών, έναντι των οποίων ελάχιστες φωνές ορθώνονται. Η συντριπτική πλειοψηφία (μαζί και η πατριωτική αριστερά διαφόρων κομματικών αποχρώσεων) συναινεί, ρητά ή άρρητα, στην παράκαμψη των βασικών αρχών του κράτους δικαίου απέναντι στα μειονοτικά πράγματα. Δεν υπάρχει χώρος να αναφερθώ αναλυτικά στο τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα και ποια η κατάσταση πραγμάτων που διαιωνίζεται. Συχνά, τα μειονοτικά θέματα της Θράκης κρύβονται από το ταυτοτικό ζήτημα, και το ζήτημα της ονοματοδοσίας, ειδικά στο αν υπάρχει τουρκική μειονότητα, ταυτότητα, ή αν υπάρχει το δικαίωμα να ετερο- και αυτό-προσδιορίζεται κανείς ως Τούρκος. Ακόμα και μέσα από την ίδρυση συλλόγων. Τα ζητήματα αυτά είναι λυμένα νομικά, όμως αντιστέκονται με την ενίσχυση του ιδεολογικού φίλτρου που παράγουν έντονη πολιτική δυσκαμψία.
Έντονο ταξικό ζήτημα
Απαντώντας στο ερώτημα τι πρέπει να κάνει κανείς μέσα από μια αριστερή πολιτική, θα έλεγα απλά: να θέσει τα θεμέλια για μια δικαιότερη κοινωνία, με γνώμονα την δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου, την κατοχύρωση των δικαιωμάτων στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την εφαρμογή των υφισταμένων και τη διάπλαση νέων δικαιωμάτων προς τον σκοπό αυτό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μειονοτικό κρύβει ένα έντονο ταξικό ζήτημα. Οι στατιστικές σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τα επαγγέλματα και το μορφωτικό επίπεδο δείχνει ότι η μειονότητα βρίσκεται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, η ειδική κατάσταση «εξαίρεσης» της μειονότητας, δημιουργεί εύφορο πεδίο για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και σχέσεων εξάρτησης, φόβου και δεσμεύσεων. Το εθνοτικό εμπλέκεται με το ταυτοτικό και το πολιτικό. Αν, λοιπόν, ασκηθούν πολιτικές αποδέσμευσης από τον γόρδιο δεσμό του είδους αυτού πολλά ζητήματα θα γίνουν απλώς κανονικά και δεν θα ενδύονται με τον χαρακτήρα του μειονοτικού. Ακόμα και τα ειδικά εκείνα που αφορούν την μειονοτική εκπαίδευση, τα βακούφια και τον Μουφτή, και τα οποία διατηρούνται σε προ-μεταπολιτευτική θεσμική κατάσταση.
Όρος για τον «εκσυγχρονισμό» του νομικού καθεστώτος και της θέσης της μειονότητας είναι η αποστεγανοποίηση των θεσμικών συστημάτων που μιλλετοποιούν τους μειονοτικούς και τους αντιμετωπίζουν ως μία θεσμική εξαίρεση της ιδιότητας του πολίτη. Η απομυθοποίηση της σχέσης έθνους-κράτους αποτελεί προϋπόθεση για την «κανονικοποίηση» (δηλαδή τη αντιμετώπιση ως μη-εξαίρεση) της θέσης της μειονότητας. Τέλος, ο απεγκλωβισμός από τη λογική της αμοιβαιότητας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των μειονοτήτων ως πολιτών του κράτους και όχι ως πεδίου άσκησης ανταποδοτικών μέτρων ή ως ένα αναγκαίου κακού. Η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης θα μπορούσε να δώσει πρόσφορες λύσεις, και κυρίως η κύρωση από την Ελλάδα της Σύμβασης-πλαίσιο για τις εθνικές μειονότητες. Παρόμοια (αναφέρω μόνο ενδεικτικά) θα έπρεπε να αποδοθεί το αυτονόητο δικαίωμα στους συλλόγους που δεν μπορούν αποκτήσουν νομική προσωπικότητα, ή να λυθεί το θέμα των τίτλων ιδιοκτησίας στον ορεινό όγκο. Με τον τρόπο αυτό η προστασία της μειονότητας θα μπορέσει να ξεφύγει από τον διμερή εναγκαλισμό, του τουρκικού προξενείου και του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και θα τεθεί σε μια φυσιολογική διαδικασία κοινωνικών αγώνων ανάλογα με την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Κυρίως, όμως, θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να ανέβει το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των μειονοτικών.
Σε τελική ανάλυση, η λύση των ειδικών ζητημάτων της μειονότητας έγκειται στην αποδέσμευσή τους από της κατάσταση εξαίρεσης και την ιδεολογική απονομιμοποίηση του δήθεν «ευαίσθητου χαρακτήρα» τους.
*Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.