Γράφει ο Τάσος Μπανιώρας
Μία από τις παροιμίες που ακούμε σε μικρή κιόλας ηλικία είναι η γνωστή «δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι». Συχνά πυκνά η παραπάνω φράση βγαίνει σωστή. Αρκετές όμως είναι οι φορές στις οποίες ο «φίλος» δεν λέει τίποτα πραγματικό ή σοβαρό για το ποιόν μας. Αυτό συμβαίνει διότι ως γνωστών η αντικειμενικότητα εκλείπει. Πόσο μάλλον στις ανθρώπινες σχέσεις. Παρομοίως το συμπαθές ρητό με μία μικρή διασκευή σήμερα μπορεί να γίνει «δείξε μου τα βιβλία σου να σου πω ποιος είσαι».
Στη Δημοκρατία μας, θεωρητικά, δεν μπορείς να πεις κάτι στον Κουφοντίνα για την έκδοση ενός βιβλίου. Ο αρχιεκτελεστής, ο αμετανόητος όπως φαίνεται μέχρι σήμερα αρχιεκτελεστής, της 17Ν γράφει βιβλίο με την περιγραφή δολοφονιών και εκρήξεων. Και κάποιοι νομίζουν πως θα του πούμε μη γράψεις το βιβλίο κύριε τρομοκράτη μου. Μετά το δίκαιο αίτημα μας λογικά η αγνή ψυχή του Κουφοντίνα θα αντιληφθεί το λάθος του και θα μας ζητήσει ταπεινή συγγνώμη. Επειδή όμως το παραπάνω αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας ας μιλήσουμε για τα δεδομένα.
Ένας δολοφόνος θέλει να γράψει και κατόπιν να εκδώσει ένα βιβλίο. Το κάνει είτε για να κερδίσει χρήματα (όντας σοβαρός ταπεινός επαναστάτης) είτε ακόμη χειρότερα για να προσηλυτίσει. Γνωρίζει ο ίδιος πως υπάρχουν είτε περιθωριακοί κύκλοι είτε πολιτικοί κύκλοι οι οποίοι τον θεωρούν και τον προβάλλουν προς τα έξω σαν «πολιτικό κρατούμενο». Έτσι του δίνεται η ευκαιρία να γράψει τα κατορθώματά του, μπολιασμένα με μερικά κλισέ τύπου «όλα αυτά τα έκανα για σένα που διαβάζεις τώρα». Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής να «νομιμοποιηθεί» στις συνειδήσεις του απλού κόσμου ή μέρους αυτού.
Ο Κουφοντίνας και ο κάθε Κουφοντίνας, καλώς ή κακώς, μπορεί να γράφει ότι θέλει. Το ζήτημα είναι η κοινωνία να απομονώσει αυτές τις απόψεις αλλά και όσους «βγάζουν λάδι» τη 17Ν. Το βιβλίο πρέπει να μείνει στα ράφια. Ή ακόμη και όσοι επιλέξουν να το διαβάσουν να μην ξεγελαστούν.
Από εκεί και πέρα ανέκυψε και το ζήτημα των εκδοτών. Είναι της μόδας να κρίνουμε αλλά η γνώμη μου είναι εντελώς αντίθετη από την επικρατούσα των τελευταίων ημερών. Καταρχήν ακόμη και αν δεν βρισκόταν εκδότης για το εν λόγω σύγγραμμα υπάρχει το internet. Όπου μάλιστα η διάδοση είναι ευκολότερη. Κοινώς αν θέλει κάποιος να ακουστεί θα ακουστεί. Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα συμβεί αυτό αλλά και ο κρότος που θα ακουστεί! Αν δεν ήταν οι εκδόσεις Λιβάνη θα ήταν κάποιος άλλος. Όσο για αυτούς οι οποίοι κρίνουν δίχως να έχουν σφαιρική ενημέρωση ας ρίξουν μία ματιά στα βιβλία που έχει εκδώσει στο παρελθόν ο συγκεκριμένος οίκος για να αντιληφθούν πως όντως καλύπτει ευρύ φάσμα γεγονότων και ιστορικών στιγμών.
Αυτό που πρέπει να συμβεί είναι να αποκτήσουμε κριτική σκέψη ώστε να μην είμαστε τόσο αφελείς σε σημείο να φοβόμαστε τις πράξεις ενός τρομοκράτη όπως αποτυπώνονται σε μερικές σελίδες. Συνολικά η κριτική σκέψη πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής. Επί παραδείγματι, ένας λάτρης της ιστορίας έχει καμιά 10αριά βιβλία, από έγκριτους οίκους και συγγραφείς, για τον Β” Π.Π. (ως γνωστών αυτά τα βιβλία έχουν εξώφυλλο τον Χίτλερ ή άλλους Ναζί) σημαίνει πως αυτός που τα διαβάζει είναι νεοναζί; Κι αν έχει στη βιβλιοθήκη του κάποιος το Κεφάλαιο του Μαρξ ή τον Τσελεμεντέ του Αναρχικού δίπλα σε αυτά τα βιβλία τι γίνεται; Μπέρδεμα!
Για αυτό πιστεύω πως πολύ απλά δεν μπορούμε να κρίνουμε και να κρινόμαστε από τα βιβλία που υπάρχουν στις βιβλιοθήκες μας. Οι πράξεις και τα λεγόμενά μας είναι αυτά τα οποία μας ορίζουν.
ΥΓ: Προσωπικά μπορεί να μην με ενοχλεί ο οποιοσδήποτε εκδοτικός οίκος αλλά θεωρώ πως οι οικογένειες των θυμάτων έχουν κάθε δικαίωμα να εκφραστούν με όποιον τρόπο θέλουν εναντίον αυτού. Όπως ο γιος του Μπακογιάννη ο οποίος είδε τον πατέρα του να πέφτει νεκρός γιατί… γιατί έτσι! Γιατί κάποιους δε βόλευε! Έχει κάθε δίκιο να πει πως πρόκειται για «ματωμένα λεφτά». Από εκεί και πέρα η άποψη του γράφοντος είναι πως έχω δικαίωμα να διαβάσω οτιδήποτε θέλω και να αποφασίζω εγώ για το ποια γνώμη ή στάση είναι σωστή ή κοντύτερα στην αλήθεια με βάση τα γεγονότα.