Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Σε μια χώρα που η ανεργία κινείται σταθερά γύρω στο 26%, με αυτή των νεότερων συμπολιτών μας να κυμαίνεται σε σχεδόν διπλάσια ποσοστά, το πρώτο στοιχείο του προϋπολογισμού που αποσπά την προσοχή μας δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η εξέλιξη αυτού του φαινομένου. Αν και κάθε βασικό μέγεθος δεν παύει να είναι αλληλένδετο με το άλλο, το βασικό κοινωνικό αντίκτυπο μιας πολιτικής αποτυπώνεται από το δείκτη της ανεργίας.
Η φράση «δουλειές, δουλειές, δουλειές» έχει ειπωθεί σε διαφορετικές φάσεις της σύγχρονης ιστορίας κι έχει χρωματιστεί κατά το δοκούν από συγκρουόμενες ιδεολογικές εκφάνσεις. Ο στόχος είναι κοινός, τα δρομολόγια και τα μέσα διαφέρουν. Η πιο ουσιώδης διαμάχη που μπορεί να υπάρξει αυτή τη στιγμή αφορά την επιλογή των πιο κατάλληλων εργαλείων για την ταχύτερη δυνατή δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών ανάσχεσης των οικτρών δεδομένων.
Η επαναφορά της ανεργίας σε προ κρίσης επίπεδα, μείωση της δηλαδή στο μισό από τα σημερινά επίπεδα, απαιτεί αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 20% αφού είναι γνωστό ότι κάθε μονάδα αύξησης του ΑΕΠ συνεπάγεται και μείωση της ανεργίας κατά λίγο παραπάνω από μισή μονάδα. Με βάση τους αναμενόμενους ρυθμούς ανάπτυξης αυτό θα επιτευχθεί στα τέλη της δεκαετίας. Αυτό που τίθεται σε δημόσια διαβούλευση είναι το μείγμα ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων που μπορεί να πετύχει το μέγιστο αποτέλεσμα και με ποιες προϋποθέσεις θα συμβεί αυτό.
Ο μύθος του κράτους – επιχειρηματία που παρεμβαίνει σε όλους τους παραγωγικούς τομείς έχει αποδειχτεί πρακτικά ασύμφορος με τη δημιουργία τεράστιων γραφειοκρατικών μηχανισμών διαφθοράς και την έλλειψη ανταγωνιστικής προσαρμοστικότητας στο όνομα της διατήρησης ρουσφετολογικών κεκτημένων. Οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν ένα αναγκαίο υποβοηθητικό σκαλοπάτι για τη διαμόρφωση ενός ικανοποιητικού επενδυτικού περιβάλλοντος στο βαθμό που βελτιώνουν τις υποδομές, την ενεργειακή επάρκεια, την τεχνολογική και ψηφιακή αρτιότητα.
Τα μεγάλα κονδύλια για δημόσιες επενδύσεις τις προηγούμενες δεκαετίες δεν έκρυβαν παρά κατασπατάληση δημοσίου χρήματος και υπερκοστολογήσεις. Σήμερα μεγάλο μέρος αυτών των αναβαθμίσεων προωθούνται μέσα από προγράμματα της Ε.Ε. με μειωμένη μάλιστα την εθνική συμμετοχή ή άλλα πραγματοποιούνται μέσα από συμβάσεις παραχώρησης χρήσης σε ιδιώτες. Η πραγματική ατμομηχανή μιας οικονομίας παραμένει η ευρηματικότητα και το επιχειρηματικό ρίσκο του κάθε επενδυτή.
Η ταχύτατη μείωση της ανεργίας δεν θα προέλθει από κρατικά ποσά έμμεσης «επιδότησης» της ή μεγαλόπνοα προγράμματα καταπολέμησης της με δημόσια έργα πεπερασμένου ορίζοντα και δανεικών πόρων που την ανατροφοδοτούν μετά από λίγα χρόνια. Η σταθερότητα μεγάλων επενδύσεων και η διευκόλυνση μικρών επιχειρηματικών πλάνων φέρνουν μόνιμη επούλωση της πληγής. Το κράτος μπορεί απλά να θέτει και να ελέγχει την τήρηση κανόνων ανταγωνιστικότητας, να αναβαθμίζει δίκτυα και υποδομές, να περιορίζει το ενεργειακό κόστος, να μειώνει την γραφειοκρατία και τη διαφθορά, να διασφαλίζει το ήρεμο πολιτικό κλίμα και τη δυνατότητα ύπαρξης ρευστότητας στην αγορά.
Καθοριστικά θετικό ρόλο στην επενδυτική άνθηση παίζει και το φορολογικό σύστημα όταν χαρακτηρίζεται από απλότητα, σταθερότητα και έλλειψη περιττών βαρών (φόροι προς τρίτους, υψηλές ασφαλιστικές εισφορές). Κι αν ορισμένοι θεωρούν ότι ο επίπεδος επιχειρηματικός φόρος θα πρέπει να μειωθεί ακόμα και κάτω από το 15%, που είναι ο άμεσος στόχος, για λόγους γεωγραφικής ανταγωνιστικότητας, πόσο υποβοηθητική προς το επιχειρείν είναι η με βάρος καρδιάς αποδοχή του ΣΥΡΙΖΑ για παραμονή του συντελεστή στο 26%;
Πόσες θέσεις εργασίας δεν θα δημιουργηθούν από τον περιορισμό των επανεπενδυτικών κεφαλαίων λόγω υψηλής φορολόγησης; Πόσοι νέοι επιχειρηματίες θα αποθαρρυνθούν από την πραγμάτωση μιας ελκυστικής φρέσκιας ιδέας; Πόσοι επενδυτικοί όμιλοι θα προτιμήσουν φιλικότερους επιχειρηματικά «γείτονες» μας; Όσο εμείς θα αναζητούμε ξανά κρατικιστικούς παραδείσους κάποιοι άλλοι θα εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που εμείς τους χαρίσαμε κι οι οποίες στον σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο δεν επανέρχονται εύκολα.