“[…] Εγώ ό,τι έκανα το έκανα για τα νέα παιδιά και για να μη χαθεί το τραγούδι μας. Προσπάθησα και με τις συναυλίες και με τις εκπομπές και με τους δίσκους να τους δείξω αυτό τον μεγάλο θησαυρό που λέγεται δημοτικό τραγούδι. Η καλύτερη μου στιγμή ήταν το καλοκαίρι στο Womad που είχα δέκα χιλιάδες νέα παιδιά να με ακούν. Αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή μου. Δεν μπορώ να πω πως το τραγούδι ήταν το όνειρό μου. Τα πράγματα γίνανε μόνα τους […]” Δόμνα Σαμίου (12 Οκτωβρίου 1928 – 10 Μαρτίου 2012).
Δεν είμαι τραγουδίστρια με την επαγγελματική σημασία της λέξης, δεν τραγουδάω σε δημοτικά κέντρα ή σε πανηγύρια για τη διασκέδαση μιας ορισμένης πελατείας. Τραγουδώ μόνο όπου πιστεύω πως εξυπηρετώ τη διατήρηση και τη διάδοση του δημοτικού τραγουδιού, έτσι ατόφιο όπως έφτασε σε μας από την παράδοση. Προσπαθώ να μιμηθώ τον τρόπο που τραγουδάει ένας Μακεδόνας, ένας Θρακιώτης, ένας Ηπειρώτης ή ένας Κρητικός.
Στην αρχή ξεκίνησα να κάνω αυτό που κάνω από αγάπη για το δημοτικό τραγούδι και μάλιστα σε εποχή που ο κόσμος το περιφρονούσε και δεν έδινε σημασία. Αργότερα, η κακοποίηση που γινόταν σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού και μάλιστα από τους ίδιους τους λαϊκούς μουσικούς και μετά από τους συνθέτες και τους ελαφρούς τραγουδιστές, με σπρώξανε να ασχοληθώ περισσότερο και να προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να δώσω την ευκαιρία στον κόσμο να γνωρίσει το γνήσιο δημοτικό τραγούδι.
Όπως έχω πει εγώ δεν είχα σκεφτεί να τραγουδήσω. Ξεκίνησα το ’71 από τον Διονύση Σαββόπουλο και ο μόνος μου στόχος και σκοπός ήτανε όσο μπορώ να διαδώσω, αν θέλεις, το δημοτικό τραγούδι, γιατί το δημοτικό τραγούδι είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Μέσα από αυτό μπορεί κανείς να δει την πορεία του ελληνικού λαού.
Έχουμε τραγούδια Ακριτικά που είναι τα πιο παλιά δημοτικά τραγούδια, δηλαδή τραγούδια του ακριτικού κύκλου, του 900, του 1000, του 1100 μ.Χ. και ακόμα τα τραγούδια αυτά υπάρχουν στο στόμα του ελληνικού λαού. Ας πούμε, υπάρχει ένα τραγούδι που το έχει και ο Νικόλαος Πολίτης στις συλλογές του, από την Κάρπαθο, που μου το τραγούδησε ο Μανώλης ο Φιλιππάκης, ένα νέο παιδί, φίλος μου, το Άρκοντες τρων και πίνουσι και μιλάει για τον στρατηγό τον Ανδρόνικο του Βυζαντίου. Έχουμε πάρα πολλά ποντιακά, οι Πόντιοι έχουν πολλά ακριτικά, έχουμε κυπριακά.
Τα πιο παλιά λοιπόν είναι αυτά και προχωρούμε και έχουμε τις Παραλογές, Το γεφύρι της Αρτας, να πούμε ή Του νεκρού αδελφού, μετά έχουμε Ιστορικά τραγούδια, προχωρούμε έχουμε τα ηρωικά μας τραγούδια και βεβαίως έχουμε τα τραγούδια τα κοινωνικά, δηλαδή τραγούδια του Γάμου, της Ξενιτιάς, τα Κάλαντα, τραγούδια της Αγάπης, τραγούδια που μιλάνε για τον ήλιο, για τα άστρα, για τα λουλούδια, έχουμε τα Αποκριάτικα σκωπτικά τραγούδια, τα Μοιρολόγια, Νανουρίσματα, έχουμε μεγάλο πλούτο δημοτικών τραγουδιών. Και βέβαια η κάθε περιοχή έχει τα δικά της τραγούδια, τους δικούς της ρυθμούς και σκοπούς, τα δικά της μουσικά όργανα. Ας πούμε, όταν λέμε Κρήτη, εννοούμε λύρα κρητική, και όταν λέμε Μακεδονία εννοούμε ζουρνάδες.
Μερικοί με λένε λαογράφο. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τη λαογραφία, δηλαδή δεν έχω μελετήσει, εγώ απλώς ασχολούμαι με την συλλογή και με την ερμηνεία του δημοτικού τραγουδιού κι αυτό, όπως έχω πει, καθαρά από μεγάλη αγάπη. Βέβαια, θα μου πείτε και ποια είσαι ’σύ που τραγουδάς και ηπειρώτικα και μακεδονικά και θρακικά και κρητικά και πελοποννησιακά και νησιώτικα. Εγώ είμαι Μικρασιάτισσα βεβαίως αλλά από μεγάλο σεβασμό, μεγάλη αγάπη, από γνώση και πείρα προσπαθώ όσο μπορώ να αποδώσω πιστά τα τραγούδια αυτών των διαφόρων περιοχών, τα σέβομαι δηλαδή, ενώ υπάρχουν οι ίδιοι οι ντόπιοι τραγουδιστές αυτών των περιοχών που τα χαλάνε και τα παραποιούνε οι ίδιοι.
Δεν θέλω προς θεού να παρουσιάσω τον εαυτό μου σωτήρα του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουνε συλλογές πολλές. Υπάρχει το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας που έχει μια τεράστια συλλογή τραγουδιών, υπάρχει βεβαίως ο δάσκαλός μου ο Σίμων Καράς που κι αυτός έχει μια τεράστια συλλογή. Υπάρχει το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, που το έχει ιδρύσει αυτή η γυναίκα η σοβαρή και αξιόλογη, η Νανά η Παπαντωνίου. Υπάρχει το Μουσικό τμήμα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών της Μέλπως Μερλιέ, που το διευθύνει ο φίλος μου ο μουσικολόγος ο Μάρκος Δραγούμης, κι αυτοί έχουν βεβαίως μια τεράστια συλλογή. Η διαφορά με μένα είναι ότι εγώ δεν έχω τόσο μεγάλη συλλογή όσο βέβαια όλοι αυτοί, αλλά ότι εγώ τραγουδώ παράλληλα κι έτσι έχω γίνει αν θέλεις περισσότερο γνωστή στο κοινό.
Τώρα εδώ συμβαίνουν διάφορα πράγματα. Παλιότερα η επαρχία τροφοδοτούσε την Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, τώρα έχουν αντιστραφεί οι όροι. Οι πόλεις οι μεγάλες και κυρίως η Αθήνα τροφοδοτούν την επαρχία, γι’ αυτό υπάρχει αυτό το φαινόμενο σήμερα, φεύγουμε εμείς από την Αθήνα και πάμε και δίνουμε συναυλίες στην επαρχία. Τρελά πράγματα! Παλιά οι άνθρωποι είχαν τα πανηγύρια τους, τους μουσικούς τους, κάνανε τους γάμους τους, τα γλέντια τους και περιμένανε όλο το χρόνο να ’ρθει η μέρα του πανηγυριού του χωριού για να βάλουνε τα καλά τους, για να χορέψουνε. Ε, τώρα αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουνε. Τα πανηγύρια ίσως γίνονται ακόμα, αλλά ποιοι πάνε εκεί;
Φεύγουν από δω πάλι οι μουσικοί, οι οποίοι ήρθαν από την επαρχία, εγκατασταθήκανε στην Αθήνα και φεύγουν τώρα από την Αθήνα και πάνε στην επαρχία να παίξουν και να παίξουν τι; Παίζουνε τα παλιά τα καλά τα τραγούδια παραποιημένα όμως ή παίζουν αυτά τα ψευτοδημοτικά, το Τιπι τιπι τάει και το Παντρεμένοι κι οι δυο και Το μωρό το μωρό το μωρό. Αυτό είναι ένα φαινόμενο σημερινό, δηλαδή αν δεν ήτανε αυτή η κατάσταση, ίσως δεν θα χρειαζότανε να είμαστε κι εμείς που κάνουμε συλλογή τραγουδιών ή που πηγαίνουμε και τραγουδάμε.
Δηλαδή εγώ αν ζούσα σε μια άλλη εποχή, παλιά, και ήμουνα στο χωριό της μάνας μου στη Μικρά Ασία, επειδή μου αρέσει το τραγούδι ίσως θα τραγουδούσα στο χωριό, αλλά έτσι όπως τραγουδάνε όλοι μαζί στους γάμους, ας πούμε. Δεν θα χρειαζότανε να πάω με το συγκρότημά μου να δώσω συναυλίες. Αυτοί οι οργανοπαίκτες οι λαϊκοί που έχουμε σήμερα, οι ίδιοι χαλάνε το δημοτικό τραγούδι και πάνε στην επαρχία κι έχουνε αντικαταστήσει το νταούλι, το τουμπελέκι και το ντέφι με συνθεσάιζερ και ντραμς γιατί είναι, λέει, καλύτερα, το «φτιάχνουν» το δημοτικό τραγούδι, ήτανε χαλασμένο πριν και τώρα αυτοί το φτιάχνουν, αυτοί λοιπόν εκτός ότι κάνουν κακό στα πανηγύρια κάνουν κακό και στα μαγαζιά που παίζουν στις μεγάλες πόλεις. Πάει κανείς εδώ στην Ομόνοια που υπάρχουν διάφορα μαγαζιά και τι να πάει ν’ ακούσει, τις ίδιες σαχλαμάρες που ακούει και στα πανηγύρια.
Από πολλά χρόνια έχω πει ότι θα έπρεπε το κράτος να αναλάβει τη φροντίδα για τη διατήρηση του δημοτικού τραγουδιού και υπάρχουνε βέβαια πολλοί τρόποι. Ένας τρόπος είναι να μαθαίνουν τα παιδάκια από το νηπιαγωγείο δημοτικό τραγούδι, αφού δεν έχουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν, πού να τ’ ακούσουν; Μέσα στην πολυκατοικία που μένουν; Δεν ζουν πια στο χωριό για ν’ ακούν απ’ τη γιαγιά, από τη θεία, από τον γείτονα, απ’ τον παππού. Οι εκπομπές που γίνονται στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι πάρα πολύ λίγες. Ένας τρόπος λοιπόν ν’ ακούσει το παιδάκι, να μάθει δημοτικό τραγούδι, είναι το νηπιαγωγείο.
Άλλος τρόπος είναι βεβαίως να πυκνώσουν οι εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, εκεί που ακούμε συνεχώς ξενόφερτη μουσική, αμερικάνικη, γαλλική, ιταλική, ας μπουν περισσότερες εκπομπές με ελληνικό τραγούδι. Και δεν είναι ανάγκη δημοτικό στο κάτω κάτω. Ας είναι άλλο είδος, αλλά ελληνικό τραγούδι. Έχει κανείς την αίσθηση όταν ανοίγει να ακούσει ραδιόφωνο ότι βρίσκεται σε ξένο μέρος, σαν να είμαστε αμερικάνικη παροικία. Άλλος τρόπος βέβαια είναι να ανοίξει ορισμένες σχολές για να μάθουνε οι νέοι μουσικά λαϊκά όργανα ή να βοηθήσει ιδιωτικές προσπάθειες. Ας πούμε, βλέπω ότι στην Κρήτη υπάρχει ο Μουντάκης που έχει ανοίξει κάποια ωδεία και μαθαίνει στα παιδάκια λύρα κρητική. Γιατί να μην γίνεται κι εδώ ή σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Μέχρι τώρα έχω δουλέψει πάρα πολύ πάνω στο δημοτικό τραγούδι, θα έλεγα ότι ίσως είναι έργο ζωής γιατί είμαι πια πενήντα εφτά χρονών. Παρόλα αυτά, όσο αντέχω και όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, θέλω ακόμα να δουλέψω πάνω στο δημοτικό τραγούδι, όταν έχω χρόνο να κάνω πάλι συλλογή, να πάω να μαζέψω υλικό και ο σκοπός μου είναι να βγάλω δίσκους γιατί οι δίσκοι μένουν. Μια μέρα θα φύγω εγώ, θα φύγουν οι συνεργάτες μου αλλά οι δίσκοι μένουν. Και αν μου δοθεί ευκαιρία να κάνω ακόμα μερικές εκπομπές στην τηλεόραση, που κι αυτές οι εκπομπές μένουν, και κάποια μέρα οι νέοι θα βλέπουν και θα ακούν και θα λένε, «να, έτσι ήταν κάποτε».
Οι νέοι πρέπει να γνωρίσουνε, να αγαπήσουνε, να τραγουδήσουνε ακόμα το δημοτικό τραγούδι στη μορφή που έφτασε σε μας από την παράδοση και τότε νομίζω ότι θα μπορέσουνε να καταλάβουνε τον πολιτισμό, την πνευματική αξία και την ηθική υπόσταση των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Εγώ νομίζω ότι το πιο σπουδαίο πράγμα στο δημοτικό τραγούδι είναι αυτό το μάθημα ήθους που μας δίνει. Δηλαδή το δημοτικό τραγούδι μας μαθαίνει ότι τα τραγούδια γράφονται για να εκφραζόμαστε κι όχι για να κάνουμε επιτυχία, όχι δηλαδή να κάνουμε σουξέ.
Εγώ ό,τι έκανα το έκανα για τα νέα παιδιά και για να μη χαθεί το τραγούδι μας. Προσπάθησα και με τις συναυλίες και με τις εκπομπές και με τους δίσκους να τους δείξω αυτό τον μεγάλο θησαυρό που λέγεται δημοτικό τραγούδι. Η καλύτερη μου στιγμή ήταν το καλοκαίρι στο Womad που είχα δέκα χιλιάδες νέα παιδιά να με ακούν. Αυτή είναι η καλύτερη ανταμοιβή μου. Δεν μπορώ να πω πως το τραγούδι ήταν το όνειρό μου. Τα πράγματα γίνανε μόνα τους.
Ό,τι έκανα το έκανα από τρομερή αγάπη, έρωτα γι’ αυτή τη μουσική. Μπορώ να μπω στη θέση αυτών των άμοιρων παιδιών που μπαίνουν στα ναρκωτικά για να βρουν λίγη χαρά, λίγη ευτυχία. Όταν εγώ που δεν έχω πάρει ποτέ μου τέτοιες ουσίες τραγουδώ ή ακούω άλλους να τραγουδούν, λέω ότι κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται τα παιδιά που παίρνουν ναρκωτικά.