Ζορζ Σιμενόν: Σεληνιασμός (μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, 2013)
Γράφει ο Κώστας Αθανασίου
Λίγο προτού ο Λόρδος Τζιμ, ο πρωταγωνιστής στο ομότιτλο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ, αποφασίσει να βαδίσει αυτοβούλως προς τον θάνατο, αισθάνεται πως «για δεύτερη φορά οι δυνάμεις του σκότους λεηλατούσαν τη γαλήνη της ψυχής του… ένιωθε τη μοναξιά να τον τυλίγει από παντού. Οι άνθρωποι του ’χαν εμπιστευτεί τη ζωή τους… κι όμως δεν θα μπορούσαν ποτέ, όπως είχε πει, να τον καταλάβουν… Δεν υπήρχε τίποτα για να πολεμήσει».
Κάπως έτσι και ο Ζοζέφ Τιμάρ, ο πρωταγωνιστής του Σεληνιασμού, καθώς βυθίζεται στην τρέλα και στην απελπισία και καθώς ανακαλύπτει πως «δεν είχε καμία όρεξη να επιστρέψει στη Γαλλία… δεν είχε θέση πουθενά», φτάνει να πει ότι «δεν άξιζε τον κόπο να το πει! Κανείς δεν θα καταλάβαινε».
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο Ζοζέφ Τιμάρ είναι ένας φέρελπις νέος εικοσιτριών χρονών που, μέσω ενός πλούσιου θείου, βρίσκει μια δουλειά στην Γκαμπόν. Με το που φτάνει στη Λιμπρεβίλ, ανακαλύπτει πως αυτή η δουλειά ουσιαστικά δεν υπάρχει. Αρχίζει σιγά σιγά να βαλτώνει στην αποχαυνωτική ατμόσφαιρα του Σεντράλ, του ξενοδοχείου όπου μαζεύονται οι Ευρωπαίοι και σκοτώνουν την ώρα τους πίνοντας και χαρτοπαίζοντας. Ένα βράδυ δέχεται την ερωτική επίσκεψη της Αντέλ, της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου, ενώ η ράθυμη ακινησία του Σεντράλ διαταράσσεται όταν ένας μαύρος υπηρέτης, ένας μπόι, δολοφονείται δίπλα στο ξενοδοχείο.
Όταν ο σύζυγος της Αντέλ πεθαίνει αιφνιδιαστικά, ο Τιμάρ εμπλέκεται σε μια σχέση με την Αντέλ που καταλήγει σε ένα κοινό επιχειρηματικό σχέδιο: με κεφάλαια που καταφέρνει να βρει ο Ζοζέφ από τον θείο του, εκμισθώνουν για να εκμεταλλευτούν μια έκταση στα βάθη της ενδοχώρας. Στον δρόμο ο Τιμάρ αρρωσταίνει, ενώ συμβαίνουν διάφορα παράξενα γεγονότα που εντείνουν διαρκώς την πεποίθηση του Τιμάρ ότι δολοφόνος του μαύρου υπηρέτη ήταν η ίδια η Αντέλ. Όσο περνάνε οι μέρες, ο Τιμάρ βυθίζεται στο δάσος, στον πυρετό και στην αμφιβολία, που σιγά σιγά μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Όταν η Αντέλ εγκαταλείπει τον Τιμάρ και επιστρέφει στην πόλη, αυτός, μόλις συνέρχεται, την ακολουθεί. Εκεί, παρακολουθώντας την παρωδία δίκης για τη δολοφονία του υπηρέτη, βλέπει τι πράγμα είναι η δικαιοσύνη των λευκών όταν μια υπόθεση αφορά και ντόπιους. Το ξέσπασμα του Τιμάρ τον οδηγεί, μισότρελο, «σεληνιασμένο», στο πλοίο της επιστροφής στη Γαλλία.
Ο Σεληνιασμός, ένα από τα «σκληρά μυθιστορήματα» του Βέλγου συγγραφέα και το πρώτο του που διαδραματίζεται εκτός Ευρώπης, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933, ενώ είχε προηγηθεί μια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα του Σιμενόν για την Αφρική. Το 1983 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Σερζ Γκενσμπούρ.
Είναι αδύνατον, νομίζω, να διαβάσει κανείς τον Σεληνιασμό χωρίς να σκεφτεί έστω για μια στιγμή την Καρδιά του σκότους, του Τζόζεφ Κόνραντ. Αυτή η καταβύθιση στο απειλητικό και άγνωστο σκοτάδι και, τελικά, στη φρίκη δεν είναι η μοναδική γέφυρα που συνδέει τα δύο μυθιστορήματα. Ο Σιμενόν αγανακτεί με τη συμπεριφορά των Ευρωπαίων απέναντι στους ντόπιους, επιχειρηματολογώντας με βάση έναν ανθρωπισμό που αναγνωρίζει στους ντόπιους ένα στοιχείο ανθρώπινης ιδιότητας που δεν ήταν καθόλου αυτονόητη σε μια Ευρώπη και σε μια εποχή όπου η αποικιοκρατία ήταν ακόμη κάτι δεδομένο ενώ άρχιζε να αναδύεται και ο φασισμός· επιπλέον, καταφέρνει χωρίς να καταφεύγει στον διακηρυκτικό λόγο να αποτυπώσει τη θεμελιώδη ακατανοησία, το αγεφύρωτο χάσμα, μεταξύ Ευρωπαίων αποίκων και ντόπιων.
Κάπου εκεί όμως είναι και το όριο της ματιάς του Σιμενόν: η περιπέτεια του Τιμάρ τον οδηγεί στην τελική και συνολική άρνηση, όπως καταγράφεται στις ακροτελεύτιες λέξεις του βιβλίου: «η Αφρική δεν υπάρχει!» Αν οι λευκοί αποικιοκράτες είναι βιαστές, δολοφόνοι και κτήνη και «οι σπάνιες δυνάμεις που γλίτωναν απ’ τη μαλάρια, τη δίψα, τον ήλιο, ξοδεύονταν σε μίση τόσο αψιά και επίμονα, που πολλοί άποικοι τα τίναζαν στο τέλος επιτόπου, αυτοδηλητηριασμένοι, σαν σκορπιοί» (όπως ταιριαστά λέει ο Σελίν στη δική του ολομέτωπη επίθεση στους λευκούς αποικιοκράτες της Αφρικής), από την άλλη οι ντόπιοι, οι Αφρικανοί, ιδωμένοι μέσα από τα μάτια των λευκών, είναι απλώς αόρατοι, ανώνυμοι, σκιές.
Μετά από αυτό το όριο, υπάρχει η Αφρική ως απειλή, ως μαύρη τρύπα που τρελαίνει όποιον την κοιτάξει στα μάτια, εκτός αν κρατήσει τις δικές του αποστάσεις ασφαλείας, μέσα σε μια ασφαλή κάψουλα, σε μια «ευρωπαϊκή νησίδα». Ίσως για τον Σιμενόν ισχύει αυτό που γράφει ο Έντουαρντ Σαΐντ στο Κουλτούρα και ιμπεριαλισμός για τον Κόνραντ: «κατέγραψε διεξοδικά τις διαφορές ανάμεσα στα αίσχη της βελγικής και της βρετανικής αποικιοκρατικής στάσης, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τον κόσμο παρά μόνο εγχαραγμένο πάνω στη μία ή στην άλλη δυτική σφαίρα κυριαρχίας. […] Ο Μάρλοου και ο Κουρτζ [οι βασικοί χαρακτήρες στην Καρδιά του σκότους, του Κόνραντ] είναι επίσης άνθρωποι της εποχής τους και δεν μπορούν να κάνουν το επόμενο βήμα, δηλαδή να αναγνωρίσουν ότι αυτό που είδαν, αποκηρύσσοντας και υποτιμώντας το ως ένα μη ευρωπαϊκό “σκοτάδι”, ήταν στην πραγματικότητα ένας μη ευρωπαϊκός κόσμος που αντιστεκόταν στον ιμπεριαλισμό».
Εν πάση περιπτώσει, όποιο και αν ήταν το βάθος ή η οπτική γωνία της κριτικής ματιάς του Σιμενόν για την αποικιοκρατία, οδήγησε τις αρχές να του αρνηθούν τη βίζα όταν επιδίωξε να ξαναπάει στις γαλλικές αποικίες το 1936.
Ο αντικομμουνιστής και με αμφιλεγόμενη –τουλάχιστον– στάση κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής Ζορζ Σιμενόν, ένας από τους σημαντικότερους ίσως γαλλόφωνους συγγραφείς του περασμένου αιώνα, στον Σεληνιασμό βρίσκεται σε μία από τις πολύ καλές στιγμές του. Δύσκολα φεύγουν από το μυαλό του αναγνώστη η ατμόσφαιρα, οι χαρακτήρες και οι ψυχολογικές αποχρώσεις τους, τα γεγονότα της πλοκής αυτού του οικονομημένου, ολιγοσέλιδου βιβλίου. Ενός βιβλίου που περιγράφει μια κατρακύλα στην άβυσσο, οι μηχανισμοί της οποίας κυρίως υπονοούνται παρά περιγράφονται.