Η Πορτογαλία αρνήθηκε την τελευταία δανειακή δόση της τρόικας και εξέρχεται μια ώρα αρχύτερα από το δικό της μνημόνιο. Γιατί όχι και η Ελλάδα; Ως πότε η χώρα μας θα είναι ο τελευταίος δεσμώτης του μνημονίου στην Ευρωζώνη μαζί με την Κύπρο;
Μετεκλογικά, όπως γράψαμε ήδη, οι δανειστές επιμένουν ότι απαιτείται νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα και επομένως νέο μνημόνιο. Δεδομένου ότι το πρόσφατο Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο, που ψηφίστηκε προεκλογικά στη βάση των υποχρεώσεων του παρόντος, δεύτερου μνημονίου, εκτείνεται πλέον χρονικά έως το 2018, το νέο μνημόνιο θα μεταθέσει τα χρονικά όρια του προγράμματος προσαρμογής έως το 2020.
Οι εκτιμήσεις για το ύψος του χρηματοδοτικού κενού που κατά τους δανειστές επιβάλλει την ανάγκη νέου μνημονίου κινούνται περί τα 10 δισ. ευρώ, παρόλο που έχουν διαρρεύσει και ανεπίσημες εκτιμήσεις που θέλουν το ποσό αυτό να ξεπερνά τα 15 δισ. ευρώ. Θα μπορούσε ένα τέτοιο ύψος χρηματοδοτικών αναγκών να καλυφθεί με άλλους τρόπους ώστε να μη χρειαστεί νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα και νέο μνημόνιο; Ασφαλώς! Γιατί λοιπόν αυτή η επιμονή των δανειστών;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας δύο βασικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας:
Πρώτο, την οικονομική: Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. με τόσο υψηλό κρατικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με βάση το νέο Μεσοπρόθεσμο, το ελληνικό κρατικό χρέος ήταν 175,1% το 2013 και θα ανέλθει σε 173,9% το 2014. Στο τέλος του Μεσοπρόθεσμου, το 2018, θα έχει μειωθεί σε 139,1% του ΑΕΠ.
Για να κάνουμε τις συγκρίσεις, το πορτογαλικό κρατικό χρέος ήταν 127,8% του ΑΕΠ το 2013 και θα μειωθεί σε 126,7% το 2014 και 125,7% το 2015.
Δεύτερο, την πολιτική: Μόνο στην Ελλάδα απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι άμεσο το ενδεχόμενο ένα κόμμα της Αριστεράς να νικήσει στις εθνικές εκλογές και να σχηματίσει κυβέρνηση, με διακηρυγμένο στόχο την ανατροπή του “μερκελισμού”. Είναι το περιβόητο “πολιτικό ρίσκο”, που σημειώνουν στις εκθέσεις τους για την Ελλάδα όλοι οι διεθνείς οργανισμοί.
Σε αυτά τα δύο, πρέπει να προσθυέσουμε και κάτι άλλο, που στο δημόσιο λόγο στην Ελλάδα όχι απλώς έχει υποτιμηθεί αλλά απουσιάζει παντελώς: τη νέα δομή της ΟΝΕ, με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που ισοδυναμούν με ένα ευρωπαϊκό υπερ-μνημόνιο για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Δύο είναι οι βασικές προβλέψεις αυτού του ευρωπαϊκού υπερ-μνημονίου που αφορούν άμεσα την Ελλάδα: Πρώτο, ότι χώρες που έχουν λάβει χρηματοδοτική βοήθεια θα παραμείνουν υπό καθεστώς ενισχυμένης διεθνούς εποπτείας μέχρι να αποπληρώσουν το 75% του χρέους τους. Δεύτερο, ότι χώρες με κρατικό χρέος που ξεπερνάει το 60% του ΑΕΠ (κριτήριο Μάαστριχτ) υποχρεούνται να μειώνουν το 5% του υπερβάλλοντος χρέους τους ετησίως. Το πρώτο, σημαίνει διατήρηση του διεθνούς οικονομικού ελέγχου στην Ελλάδα περίπου μέχρι το 2040! Το δεύτερο, ότι η Ελλάδα πρέπει να “σβήνει” κάθε χρόνο χρέος 5,5% του ΑΕΠ! Αυτό θα σήμαινε όμως να έχει πλεόνασμα όχι απλώς πρωτογενές αλλά στο σύνολο του προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης 5,5% του ΑΕΠ.
Για να γίνει πλήρως κατανοητό, αν η Ελλάδα έβγαινε τώρα από το μνημόνιο, θα έπρεπε αυτομάτως να υπαχθεί στο καθεστώς της “ενισχυμένης εποπτείας” που προβλέπει η νέο δομή της ΟΝΕ. Και θα ήταν υποχρεωμένη, “εδώ και τώρα”, να έχει πλεόνασμα 5,5% στον προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης! Αυτό θα σήμαινε ένα μνημόνιο τρεις φορές πιο σκληρό σε σχέση με το “εθνικό” μνημόνιο από το οποίο θα έβγαινε!
Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν είναι “ώριμη”, ούτε πολιτικά ούτε από την άποψη του χρέους της, να βγει “πρόωρα” από το μνημόνιο. Ακόμη και αν δεν υπήρχε το χρηματοδοτικό κενό, θα έπρεπε να εφευρεθεί για να υπάρξει ένα νέο μνημόνιο-γέφυρα μέχρι το 2020.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, και οι κυβερνώντες την γνωρίζουν πολύ καλά. Γιατί λένε άλλα; Γιατί έτσι ορίζουν οι ανάγκες πολιτικής επιβίωσης και αναπαραγωγής των συγκυβερνώντων κομμάτων.