Γράφει η Κατερίνα Ιωάννου
Με αφορμή τη μικρή Μαρία που βρέθηκε να μην είναι το βιολογικό παιδί της οικογένειας των Ρομά στα Φάρσαλα και βεβαίως ούτε και υιοθετημένη μέσα από νόμιμες διαδικασίες αλλά, οικειοθελώς αφημένη στην Ελλάδα από τους βιολογικούς γονείς της, άνοιξε και πάλι ο ασκός του Αιόλου για τις δημόσιες και ιδιωτικές υιοθεσίες.
Κι ενώ αρχικά στο στόχαστρο βρέθηκαν φυλετικές ομάδες, στη συνέχεια ενεργοποιήθηκε μια πολυήμερη συζήτηση για τους γονείς που αδυνατούν να αποκτήσουν βιολογικά παιδιά και τις αγωνίες που έχουν κατά τη διαδικασία υιοθεσίας, για το χρόνο αναμονής τους αλλά και για τον χρόνο που περιμένει το ίδιο το παιδί για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για να νιώσει αποδοχή και οικογενειακή θαλπωρή.
Με ερέθισμα, όχι μόνο το τελευταίο κρούσμα αλλά και τις πολύ συχνές εξαφανίσεις και τους θανάτους παιδιών που εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την αρπαγή (που, τελικά στην περίπτωση της μικρής Μαρίας αποδείχθηκε ότι δεν είναι το σενάριο που ισχύει) και την παράνομη διακίνηση βρεφών, ο δημόσιος διάλογος ενεργοποίησε τις πολλαπλές διαστάσεις της υιοθεσίας ενός παιδιού, τις «πληγές» της τυπικής ή άτυπης απόκτησης ενός μη βιολογικού απογόνου, η συνύπαρξή του με πιθανούς βιολογικούς συγγενείς του αναδόχου, ο αντίκτυπος της διαδικασίας και των σχέσεών του με αυτούς, αλλά και εμφάνισε προτάσεις να πέφτουν στο τραπέζι για τη νομική διασφάλιση της ταυτότητας ενός παιδιού μέσα και από το DNA, στο πλαίσιο μια διαδικασίας υιοθεσίας.
Κι αν κάποιοι πιστεύουμε ότι, συγκεκριμένες παράμετροι στις υιοθεσίες είναι ίδιον της σύγχρονης εποχής, ισχύοντα νομικά πλαίσια και κοινωνικές τάσεις του μακρινού παρελθόντος έρχονται να παρουσιάσουν ομοιότητες και διαφορές με το σήμερα.
Για παράδειγμα, ο νόμος του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού περί υιοθεσιών στο Βυζάντιο προσδιόριζε σαφώς το πώς η συγγένεια εξ αίματος καθιστούσε ισχυρότερο ανάδοχο τον παππού ή τον προπαππού ενός παιδιού από έναν ξένο υποψήφιο. Ο μεν πρώτος, μάλιστα, μπορούσε να ακυρώσει δια παντός την οποιαδήποτε νομική σχέση γονέα – παιδιού προϋπήρχε και ο υιοθετημένος απόγονος γινόταν ισότιμος κληρονόμος με τα βιολογικά παιδιά του αναδόχου του, δηλαδή ενδεχομένως ισότιμος ακόμη και με τον βιολογικό πατέρα του. Στην περίπτωση του ξένου αναδόχου, η οικονομική διεκδίκηση υπήρχε μόνο εάν ο ανάδοχος πατέρας απεβίωνε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη.
Σε αντίθεση με τα σύγχρονα διεθνή πρότυπα, στο Βυζάντιο, σε μια γυναίκα που δεν είχε αποκτήσει παιδιά, απαγορευόταν η υιοθεσία, γιατί δεν είχε προηγούμενη εμπειρία φροντίδας τους. Σαφής διαχωρισμός ωστόσο υπήρχε και ανάμεσα στις γυναίκες ως υποψήφιες ανάδοχες μητέρες καθώς, αυτές τα παιδιά των οποίων είχαν πεθάνει είχαν το δικαίωμα να υιοθετήσουν.
Ενδιαφέρον έχει ο λόγος για τον οποίο κατά τον Σόλωνα, στην αρχαία Ελλάδα, επιτρεπόταν ή και ενισχύονταν η υιοθεσία αγοριού από πατέρα μιας ή περισσότερων κορών, αφού καθιστώντας –έστω το υιοθετημένο αγόρι κληρονόμο του- προστάτευε τις κόρες τους από τους προικοθήρες. Βάσει του Σόλωνα, μια υιοθεσία σήμαινε ότι το παιδί απομακρύνεται από την οικογένεια και αποκόπτει τις σχέσεις του από τους συγγενείς των γονιών του.
Καταλαβαίνει κανείς ότι, μπορεί να πέρασαν αιώνες και οι νόμοι των προγόνων μας μπορεί να αποτελούν τη βάση σύγχρονων νομικών μοντέλων στο θέμα, τα οικονομικά θέματα να ρυθμίζονται με νόμους ή με καλή βούληση, όμως αυτό που κανείς δεν έχει καταφέρει να αποκωδικοποιήσει και να τελειοποιήσει είναι η διαρκής ανάγκη της πλειονότητας των υιοθετούντων, από την παιδική ως την ενήλικη ζωή τους ν’ αφομοιώσουν μέσα τους το συναίσθημα της πλήρους και ανιδιοτελούς αποδοχής κι ανυστερόβουλης αγάπης.