Γράφει η Δήμητρα Γρηγορέα,-Θεατρολόγος/ πολιτιστικό marketing
Με αφορμή το πρόσφατο δελτίο τύπου, που δημοσίευσε το Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και ο Υπουργός Πάνος Παναγιωτόπουλος μπήκαμε και εμείς στον πειρασμό να αναρωτηθούμε – μαζί με τον υπουργό- αν τελικά “Θα κρατήσουμε το Μέγαρο Μουσικής ή θα καταρρεύσει;”. Είναι μια σκέψη που καιρό πριν είχε περάσει από την σκέψη του φιλότεχνου κοινού της πόλης κυρίως γιατί είναι πλέον σαφές ότι ο συγκεκριμένος χώρος για διάφορες αιτίες, έχει πάψει να είναι ο σταθμός, το επίκεντρο ή “ψυχή” των καλλιτεχνικών δράσεων της πρωτεύουσας.
Λίγα λόγια για την ιστορία του:
Tο Mέγαρο Mουσικής Aθηνών, το οποίο ολοκληρώθηκε ύστερα από προσπάθειες 37 ετών, αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός της μουσικής ιστορίας του τόπου. H προσπάθεια για την κατασκευή ξεκίνησε το 1954 με πρωτοβουλία της διάσημης μεσοφώνου Aλεξάνδρας Tριάντη και με την οικονομική υποστήριξη του πολιτικού Λάμπρου Ευταξία. Το κτίριο σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα και οι εργασίες ανέργεσης ξεκίνησαν το 1976, ενώ διεκόπησαν το 1979. Το έργο συνεχίστηκε το 1987, επί Μελίνας Μερκούρη στο υπουργείο Πολιτισμού, και τελικά ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1991 με την αρωγή του φιλόμουσου εκδότη Χρήστου Λαμπράκη. Αυτό που έκανε το συγκεκριμένο χώρο να διαφέρει ήταν: 1. η πολυτέλεια των εσωτερικών του χώρων (γιατί οι εξωτερική του μορφή είναι μικρότερης αξίας) 2.η χρήση υψηλής ηχοφωτιστικής και μηχανικής τεχνολογίας 3.η ιδανική ακουστική. Η μεγάλη αίθουσα, η σημερινή Αίθουσα “Χρήστος Λαμπράκης”, έχει σχεδιαστεί για να φιλοξενεί 2000 θεατές και κυρίως συναυλίες συμφωνικής μουσικής, παραστάσεις όπερας και συνέδρια. Η μικρότερη αίθουσα (Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος) των 500 θέσεων έχει αντίστοιχες δυνατότητες, ενώ στη σύγχρονη εποχή περίπου το 2003 ολοκληρώθηκε η ανέγερση της νέας πτέρυγας του Μεγάρου, που συμπεριλαμβάνει δύο ακόμα υψηλής αισθητικής και άρτιας τεχνολογίας αίθουσες: την 1800 θέσεων αίθουσα “Αλεξάνδρα Τριάντη” και την μικρότερη κατάλληλη για συνέδρια “Νίκος Σκαλκώτας”. Στους χώρους του στεγάζονται επίσης: πολυτελές εστιατόριο, σημαντικό δισκοπωλείο-βιβλιοπωλείο εστιασμένο στην κλασσική μουσική, καθώς και η Μουσική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Λίλιαν Βουδούρη, το Κέντρο Μουσικής έρευνας, ο Σύλλογος “Φίλοι της Μουσικής”, τριώροφος χώρος στάθμευσης και φυσικά αρκετοί εκθεσιακοί χώροι. Αποτελεί επίσης το “σπίτι” της σημαντικής ορχήστρας “Καμεράτα”.
Την περίοδο 1991-2004, δηλαδή πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες το Μέγαρο Μουσικής αποτέλεσε τον μόνο ανταγωνιστή του εαυτού του, με απλά λόγια δεν υπήρχε άλλος χώρος αντίστοιχων δυνατοτήτων στην πόλη με αποτέλεσμα να κρατήσει το μονοπώλιο. Αξιοποίησε αυτό το προνόμιο στο έπαρκο, δημιουργώντας σημαντικές παραγωγές και κάνωντας πολλές μετακλήσεις καλλιτεχνών από το εξωτερικό, ενώ συχνά “εκτόξευε” τις τιμές εισιτηρίων στα ύψη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ταυτιστεί με την πιο ελιτιστική πλευρά της κοινωνίας και με εξόδους της καλής κοινωνίας.
Όμως μετά το 2004 άρχισαν σιγά σιγά να “ξεφυτρώνουν” ανταγωνιστές, που απείλησαν σύντομα το μονοπώλιο. Χώροι όπως το “Badminton”, ο “Ελληνικός κόσμος” (Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού) και πρόσφατα “Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών” δημιουργήθηκαν στα πρότυπα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ενώ μερικοί εκ αυτών μελέτησαν τις αδυναμίες του Μεγάρου και διαμόρφωσαν μια επικοινωνιακή πολιτική με την οποία παρουσιάζονταν ως αναμορφωτές π.χ φτηνό εισιτήριο και πιο λαοφιλοί μουσικά θεάματα το Badminton κόντρα στα ακριβά εισιτήρια του Μεγάρου και παιδικά θεάματα βασισμένα στην εμπειρία το Ίδρυμα Μείζωνος για να ανταγωνίζονται τα μειωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μεγάρου. Η Στέγη Γραμμάτων ήρθε για να καλύψει τις ανάγκες για περισσότερο πειραματισμό και χρήση του ντόπιου καλλιτεχνικού δυναμικού, που το Μέγαρο είχε παραμελήσει τα τελευταία έτη.
Παράλληλα ο θάνατος του προέδρου του Χρήστου Λαμπράκη το 2009, ήρθε σε μια δύσκολη στιγμή συνολικά. Ήταν η στιγμή που το παιχνίδι της οικονομικής κρίσης έκανε την -ολοφάνερη- εμφάνιση του. Ο Χρήστος Λαμπράκης ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που ήταν κοινά αποδεκτοί, σεβαστοί από όλους τους χώρους και όλα τα κόμματα. Για εκείνον το Μέγαρο ήταν, όπως γράφει η δημοσιογράφος Χαρά Κιοσσέ, “το μέσον, το εργαλείο ή σωστότερα, ο ατομικός αντιδραστήρας που θα μετέφερε τον πολιτισμό πέρα από τα στενά όρια της μικρής αθηναϊκής κοινωνίας”.
Φτάνοντας στο σήμερα τα δημοσιεύματα μίλησαν πρόσφατα (καλοκαίρι 2013) για τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα του φορέα. Οι φήμες ότι το Μέγαρο Μουσικής κλείνει έγιναν πρόσφατα πιο έντονες από ποτέ. Το χρέος απέναντι σε εργαζόμενους, φόρους, ΙΚΑ μαζί με τα δύο δάνεια (που πάρθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα για την ολοκλήρωση των κατασκευαστικών έργων της νέας πτέρυγας του Μεγάρου) φθάνει περίπου στα 230 εκατομμύρια ευρώ. Τα δημοσιεύματα αναφέρονταν διαρκώς με αρνητικό τρόπο στα σοβαρά οικονομικά του προβλήματα με τίτλους όπως: “Σε καθυστέρηση εξόφλησης των οφειλών προς έλληνες και ξένους καλλιτέχνες οδηγεί το πρόβλημα ταμειακής στενότητας που αντιμετωπίζει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σύμφωνα με έγγραφο του γενικού διευθυντή του”. Μια πρώτη ερμηνεία θα μπορούσε να έχει να κάνει με την σημαντική μείωση της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης, που λαμβάνει από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά προφανώς η κρίση είναι αποτέλεσμα μιας συνολικής κρίσης. Κρίσης στη χώρα μας προφανώς, αλλά και κρίσης εντός οργανισμού. Σημείωση: ο οργανισμός του Μεγάρου ανήκει στην κατηγορία ΝΠΙΔ δηλαδή λειτουργεί με ιδιωτικοοικονοιμικά κριτήρια.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού στις 29/1/2014 τοποθετεί τα πράγματα σε μια πιο αισιόδοξη βάση. Προφανώς το Μέγαρο Μουσικής στην εικοσαετή λειτουργία του έχει δικαιώσει τον τίτλο και την ιδιότητα του. Είναι φορέας πραγματικού πολιτισμού και η παρουσία του αναβάθμισε την πολιτιστική εικόνα της πόλης. “Ανήκει σε όλους”, όπως είπε ο Πρόεδρος του ΔΣ του οργανισμού ο κ. Ιωάννης Μάνος. Προφανώς λοιπόν ανήκει σε όλους και όλοι δεχόμαστε ότι αφού διοικείται από ανθρώπους είναι φυσικό στην πορεία του να γίνουν και σφάλματα.
“Με τέχνη, πρόγραμμα και όραμα” το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών απαντά στις δυσκολίες και τα προβλήματα της εποχής και στη διάρκεια της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου έδωσε έμφαση τόσο στην παρουσία σδιεθνών μουσικών σχημάτων και καλλιτεχνών, όσο και στη στήριξη της -νέας – ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Παράλληλα, διατηρεί τον έντονο εκπαιδευτικό του ρόλο και παραμένει εστία διακίνησης ιδεών, διαλόγου και στοχασμού, μέσα από το ανοιχτό φόρουμ ιδεών Megaron Plus.
Η λύση του προβλήματος βρίσκεται εκεί όπου το Μέγαρο αποτέλεσε πρωτοπόρο. Η λύση ξεκινά από τον πολιτισμό και την πολιτιστική επί της ουσίας πρόταση. Η λύση θα έρθει μέσα από μια εμπνευσμένη καλλιτεχνική διαχείριση (αντίστοιχη με το πρόσφατο παράδειγμα της Λυρικής και του καλλιτεχνικού διευθυντή της Μύρωνα Μιχαηλίδη), που θα στοχεύει στο σύνολο της κοινωνίας (ελίτ, μεσαία τάξη, άνεργους, παιδιά κτλ), που θα είναι εξωστρεφής και δεν θα έχει ανταγωνιστές. Προσωπική μας άποψη θα ήταν να επικεντρωθεί σε αυτό για το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε και ταυτίστηκε δηλαδή στις συναυλίες συμφωνικής μουσικής, στην ενίσχυση των εγχώριων μουσικών συνόλων π.χ Καμεράτα, Ορχήστρα Χρωμάτων, Ελληνικό Συγκρότημα σύγχρονης μουσικής, να δημιουργήσει πιθανά εγκαταστάσεις για τη διδασκαλία της κλασσικής μουσικής (π.χ ένα είδος ωδείου), να δημιουργήσει ορχήστρες και χορωδίες μαθητείας, να διευρύνει την συνεργασία που έχει ήδη με την Εθνική Λυρική Σκηνή, να ανοικτεί στα παιδιά και να δημιουργήσει εκπαιδευτικά προγράμματα ή παραγωγές κατάλληλες για σχολεία, δηλαδή με λίγα λόγια να επενδύσει ουσιαστικά στην Μουσική. Τα συνέδρια, η ενοικίαση χώρων για βραβεύσεις, δεξιώσεις είναι χρήσιμα για να φέρνουν ρευστότητα αλλά δεν μπορούν να αποτελούν την βασικότερη ενασχόληση του. Ανυπομονούμε να ξαναδούμε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και πάλι στο καλλιτεχνικό προσκήνιο. Ανυπομονούμε να ξαναμπεί στην ατζέντα των επιλογών μας για ψυχαγωγία, γιατί αυτό από μόνο του ως γεγονός θα σηματοδοτήσει αυτόματα μια θετική πορεία για το συνολικό πολιτισμό του τόπου μας.
ΥΓ. Η επικαιρότητα τρέχει με ταχύ ρυθμό, σύμφωνα με δημοσιεύματα των τελευταίων ωρών οι υπουργοί Οικονομικών και Πολιτισμού αποφάσισαν να επιχορηγήσουν τις οφειλές του Μεγάρου Μουσικής σε δάνεια, το ίδιο το κράτος, διαγράφωντας ουσιαστικά το χρέος (ύψους 245 εκατομμυρίων ευρώ). Λογικά οι δυο υπουργοί σκέφτηκαν κυρίως “πολιτιστικά” και λιγότερο “επιχειρηματικά”. Η πρόθεση υποψιαζόμαστε πίσω από αυτή την κίνηση -εάν είναι αληθινή- είναι καλή. Για το αποτέλεσμα θα δείξει ο χρόνος.