Γεννημένος στη Βραζιλία το 1968, ο Κάρλος Ενρίκε Ραπόσο, κατάφερε να κάνει μια ετυπωσιακή καριέρα ως επιθετικός στους μεγαλύτερος συλλόγους της Βραζιλίας, αλλά και μερικούς του εξωτερικού, χωρίς, ωστόσο, να παίξει σχεδόν ποτέ μπάλα.
Αγωνίστηκε σε Μποταφόγκο, Φλαμένγκο, Φλουμινένσε, Βάσκο, αλλά και στην Ιντεπεντιέντε της Αργεντινής και την γαλλική Αζαξιό, ωστόσο, κατά δήλωσή του, ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής χωρίς να χρειάζεται να παίζει ιδιαίτερα.
Στην καριέρα του λοιπόν μέτρησε λιγότερες από 30 συμμετοχές, κανένα ολοκληρωμένο παιχνίδι και ούτε ένα γκολ, παρά το γεγονός ότι ήταν δηλωμένος ως επιθετικός.
Η απίστευτη ιστορία του περίφημου Κάρλος Κάιζερ ξεκινάει κάπου στη δεκαετία του 80′ όταν ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν αρκετά καλός ώστε να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αλλά ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από την ζωή που έκαναν οι ποδοσφαιριστές που ήθελε να παραμείνει στον χώρο.
Ο, μετέπειτα αποκαλούμενος και «Φόρεστ Γκάμπ του ποδοσφαίρου» χρησιμοποίησε το εντυπωσιακό χάρισμα που είχε στον τομέα της επικοινωνίας και όχι μόνο κατάφερε να κάνει μια αόρατη καριέρα, αλλά χώθηκε στις παρέες μεγάλων παικτών όπως οι Ρομάριο και Εντμούντο, γνώρισε μάνατζερ και ανθρώπους με κύρος και κατάφερε να τους πείσει να τον συμπεριλαμβάνουν σε συμφωνίες μεταγραφών άλλων παικτών.
Πως γινόταν η κομπίνα
Ο «φέρελπις επιθετικός» αποκτούσε αρχικά ένα 3μηνο δοκιμαστικό συμβόλαιο στην εκάστοτε ομάδα και μετά ξεκινούσε τα… κόλπα του.
Εχοντας υπογράψει στη νέα ομάδα δήλωνε ανέτοιμος να παίξει και ζητούσε μερικές βδομάδες για να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση, με αποτέλεσμα να κάνει γυμναστική την ημέρα και τη νύχτα να ξεσαλώνει σε διάφορα μέρη διαφημίζοντας τον εαυτό του ως ποδοσφαιριστή και κάνοντας παρέα με γνωστούς παίκτες της εποχής.
Μόλις τελείωνε η περίοδος αυτή έμπαινε κανονικά στην προπόνηση και προσποιούνταν κάποιον σοβαρό τραυματισμό. Εξαιτίας της έλλειψης ανεπτυγμένων μηχανημάτων εκείνη την εποχή κέρδιζε ένα με δύο μήνες ξαπλωμένος στο κρεβάτι του φυσιοθεραπευτή.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, είχε και έξτρα λαμπρές στιγμές, όπως όταν ήταν στην Μποταφόγκο, στις αρχές της δεκαετίας του 90′. Προσπαθώντας να φτιάξει κι άλλο την εικόνα του είχε ένα κινητό τηλέφωνο και προσποιούνταν ότι μιλάει Αγγλικά με κάποιον Ευρωπαϊκό σύλλογο που ενδιαφέρεται για αυτόν. Τα κινητά τηλέφωνα ήταν πολύ σπάνια εκείνη την εποχή και ελάχιστοι Βραζιλιάνοι γνώριζαν αγγλικά, οπότε, όλοι μιλούσαν για το «μεγάλο ταλέντο που ήταν άτυχο εξαιτίας τραυματισμών».
Για κακή του τύχη, ένας εκ των γιατρών της ομάδας που γνώριζε κάποια Αγγλικά αντιλήφθηκε αρχικά ότι οι προτάσεις που σύνθετε ο Κάιζερ δεν είχαν καμία λογική συνοχή και στη συνέχεια ανακάλυψε ότι το κινητό τηλέφωνο του ήταν ψεύτικο, απ” αυτά που έχουν τα μικρά παιδιά για να παίζουν.
Το αποκορύφωμά του ήταν όταν, παίζοντας για την βραζιλιάνικη Μπανγκού, ο προπονητής του τον σήκωσε για προθέρμανση ώστε να μπει μέσα και να βάλει ένα γκολ για την ομάδα που βρισκόταν πίσω στο σκορ. Τη στιγμή που έκανε προθέρμανση γεμάτος άγχος είδε τους οπαδούς της ομάδας να βρίζουν τους συμπαίκτες του και τότε αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο. Εστησε καβγά, την ώρα που έκανε προθέρμανση, για να υποστηρίξει τους συμπαίκτες του.
Το αποτέλεσμα ήταν να αποβληθεί ως υποκινητή επεισοδίων πριν καν μπει στο γήπεδο. Σα να μην έφτανε αυτό ο πρόεδρος της ομάδας του προσέφερε ακόμη μια εξάμηνη προέκταση στο συμβόλαιο επειδή ήταν αυτός που υποστήριξε τους συμπαίκτες του.
Μετά από μια λαμπρή καριέρα εξαπάτησης ο Κάιζερ αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο για να γίνει προσωπικός γυμναστής, κάτι στο οποίο ήταν πραγματικά πολύ καλός.
Παρά το γεγονός ότι αρκετά σημεία της ιστορίας του αμφισβητούνται, έντονα, ακόμη και η μεγάλη του μεταγραφή στην Ιντιπεντιέντε όταν εκείνη η ομάδα κατέκτησε το κόπα Λιμπερταδόρες, ο Κάιζερ θα μείνει στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος και ευφυέστατος απατεώνας του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.