Η αξία της δημοσιογραφικής πληροφορίας για τον αποδέκτη της, όπως και κάθε πληροφορίας άλλωστε, έγκειται στην χρησιμότητά της όσον αφορά στην πρακτική επίδρασή της στην εξέλιξη των πραγμάτων, δηλαδή εν τέλει στην ανάληψη δράσης σχετικά με το αντικείμενο της πληροφορίας αυτής. Έτσι, η δημοσιογραφική πληροφορία γίνεται χρήσιμη είτε αναδεικνύοντας την ύπαρξη γεγονότων αυτή καθ’ εαυτή, είτε συνεισφέροντας στην καλύτερη κατανόησή τους, είτε δημιουργώντας πολιτική πίεση σχετικά με αυτά. Η τέρψη του αναγνωστικού κοινού απ’ την άλλη, έχει μιαν κάποια αναμφισβήτητη ψυχαγωγική διάσταση, αλλά περιορισμένη χρησιμότητα, και κατά συνέπεια, περιορισμένη αξία.
Στην περίπτωση της δημοσίευσης λίστας καταθετών συγκεκριμένης ελβετικής τράπεζας από περιοδικό «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας, πρέπει να διακρίνουμε ψύχραιμα ανάμεσα στις δύο όλως διακριτές πληροφορίες που η δημοσίευση αυτή μας παρείχε: αφ’ενός η ύπαρξη και η διαθεσιμότητα της λίστας αυτής καθ’εαυτής, γεγονός που αποτελούσε ήδη θέμα της δημόσιας συζήτησης• αφ’ετέρου η απαρίθμηση των συγκεκριμένων ονομάτων καταθετών. Πρόκειται για δύο πληροφορίες εντελώς διαφορετικές. Η σύγχυσή τους, ή ακόμα χειρότερα η ταύτισή τους, δημιουργεί ψευδή ρητορικά διλήμματα δήθεν ανάμεσα στην προστασία της ιδιωτικότητας και στην ελευθερία του Τύπου.
Στην πρώτη περίπτωση, η πληροφορία της ύπαρξης της λίστας και της κατοχής της από ένα μέσο ενημέρωσης – στον ρόλο του ως ανεξάρτητου φορέα πολιτικού ελέγχου – έχει μία αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα και συνεπώς αξία. Επιβεβαιώνοντας το γεγονός της ύπαρξης και της διαθεσιμότητας της λίστας εκτός των στεγανών της εκτελεστικής ή δικαστικής εξουσίας, η πληροφορία αυτή από μόνη της εκθέτει όσους όφειλαν να την αξιοποιήσουν και δεν το έπραξαν• δημιουργεί πολιτική πίεση για την αξιοποίησή της• και αναδεικνύει την απροθυμία – συχνά κρυμένη κάτω από παιδαριώδεις δικαιολογίες – του πολιτικού συστήματος να πιάσει καν την άκρη του νήματος που θα μπορούσε να την οδηγήσει στην αντιμετώπιση της ανομίας.
Προσοχή όμως: όλα αυτά αφορούν την περίφημη λίστα ως αντικείμενο, όχι ως απαρίθμηση συγκεκριμένων ονομάτων. Η δεύτερη πληροφορία της δημοσίευσης, τα συγκεκριμένα ονόματα καταθετών δηλαδή, και μάλιστα χωρίς οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θα επέτρεπε την αξιολόγησή τους, όπως ποσά, κινήσεις ή ημερομηνίες, σε τίποτα δεν κάνει αποτελεσματικότερη την πρώτη. Η πληροφορία ότι μια συγκεκριμένη επιχείρηση ή μια νοικοκυρά, μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή διατηρούσαν έναν λογαριασμό αγνώστου ύψους σε μια συγκεκριμένη ξένη τράπεζα, δεν εκθέτει παραπάνω όσους όφειλαν να διερευνήσουν τον συγκεκριμένο καταθέτη μαζί με χιλιάδες άλλους, δεν δημιουργεί παραπάνω πολιτική πίεση για την αξιοποίηση της λίστας, και δεν αναδεικνύει την απροθυμία του πολιτικού συστήματος, τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ότι η πληροφορία της ύπαρξης της λίστας και μόνο. Για να το πούμε απλά: το ότι η λίστα υπάρχει και είναι διαθέσιμη είναι πολιτικά χρήσιμο. Η γνώση των συγκεκριμένων ονομάτων όχι, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε από την απουσία οποιασδήποτε συζήτησης πάνω στα ονόματα αυτά.
Η γνώση των συγκεκριμένων ονομάτων θα είχε αξία εξάλλου, μόνο για τα ονόματα αυτά, για τα οποία η δημοσιογραφική διασταύρωση θα αναδείκνυε ισχυρές ενδείξεις παρανομίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε στην περίπτωση αυτή. Έχουμε έναν κατάλογο ονομάτων που χαρακτηρίζονται από την ίδια χαμηλή πιθανότητα παρανομίας: αυτό δηλαδή που στην μαθηματική θεωρία της πληροφορίας χαρακτηρίζεται ως πληροφορία υψηλής εντροπίας, και άρα μηδαμινής αξίας. Ούτε καν οποιαδήποτε στατιστική επεξεργασία των δεδομένων, που θα είχε κάποια αξία ως δευτερογενής πληροφορία, δεν είναι δυνατή: ποιό είναι το μέσο ύψος των καταθέσεων αυτών; η κατανομή του ανά επάγγελμα; οι περιπτώσεις εξαιρετικά μεγάλου ύψους καταθέσεων; Η γνώση των ονομάτων, σε τίποτα δεν μας έκανε σοφότερους, σε τίποτα δεν εξυπηρέτησε τον πολιτικό έλεγχο ή την δημόσια συζήτηση, πέρα από την ηδονοβλεπτική τέρψη ενός αναγνωστικού κοινού που αρέσκεται ν’ανακαλύπτει εχθρούς.
Αρκούσε συνεπώς λοιπόν το ρεπορτάζ: «Βρήκαμε την λίστα, την έχουμε, έχει τόσα ονόματα, αυτές τις περίεργες περιπτώσεις, δεν είχατε καμιά δικαιολογία να μην την αξιοποιήσετε και μας εμπαίζατε λέγοντας ότι δεν ξέρετε πια ποιός την έχει». Αλλά μέχρι εκεί. Η σκόπιμη ταύτιση δύο διαφορετικών πραγμάτων, με σκοπό την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος σε βάρος της ιδιωτικότητας κάθε ξεχωριστού προσώπου στην λίστα αυτή, είναι εκ του πονηρού. Γιατί η δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων ονομάτων σε τίποτα δεν μας φάνηκε χρήσιμη και σε τίποτα δεν υπηρέτησε το δημόσιο συμφέρον. Τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο θα το εξυπηρετούσε η δημοσιοποίηση μιας λίστας ιδιοκτητών Καγιέν, η μιας λίστας ιδιοκτητών εξοχικών κατοικιών στην Πάρο, η μιας λίστας μονίμων θαμώνων των ακριβών πλαζ της Μυκόνου.
Όχι μόνο η δημοσιοποίηση αυτή ανεπεξέργαστων δεδομένων ήταν άχρηστη και πιθανόν παράνομη, αλλά ήταν και επικίνδυνη. Σε συνθήκες συσσωρευμένης λαϊκής οργής, οτιδήποτε χωρίς λόγο εκπαιδεύει ένα αγανακτισμένο και πάντως – μη ψύχραιμο – κοινό στην δήθεν «ηθικά αιτιολογημένη» καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων, πυροδοτεί εν δυνάμει έναν φαύλο κύκλο υποδόριας στην αρχή, ξεδιάντροπης έπειτα, λαϊκής τρομοκρατίας. Το έχει δείξει η Ιστορία, και πιθανόν θα το ξαναδείξει. Τουλάχιστον, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η λίστα είναι αρκετά πολυπληθής για να είναι δύσκολο ν’αποτελέσει την επόμενη λίστα προγραφών της οποιασδήποτε Χρυσής Αυγής.