Με επενδύσεις 37 δισ. ευρώ, που Θα γίνουν σε στρατηγικούς τομείς σε έξι βήματα, η ελληνική οικονομία μπορεί να ανακάμψει και να μπει πάλι στη λεωφόρο της ανάπτυξης. Το ισχυρίζεται το «πορτοκαλί» βιβλιαράκι της PriceWaterhouseCoopers (PwC) που παρουσιάστηκε πρόσφατα, αλλά πέρασε απαρατήρητο εξ αιτίας της κατήφειας, της απουσίας ρευστότητας, της υπερφορολόγησης και της εμβάθυνσης της ύφεσης που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία.
Η μελέτη της PwC «Πρακτικές κατευθύνσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας» καθορίζει ως κεντρικό στόχο την εδραίωση της ανακτώμενης εμπιστοσύνης. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται ριζικές στη λειτουργία του Δημοσίου, αλλά και στο θεσμικό πλαίσιο, όπως:
Α) Να κωδικοποιηθεί ταχύτητα και να απλοποιηθεί το αντιφατικό και χαοτικό σήμερα νομοθετικό πλαίσιο.
Β) Να τεθούν περιορισμοί ως προς τον αριθμό των νομοσχεδίων, που μπορεί να καταθέτει κάθε υπουργείο στη Βουλή ετησίως καθώς και ελάχιστα χρονικά όρια, εντός των οποίων δεν θα αλλάζει η νομοθεσία.
Γ) Να μειωθούν ή να καταργηθούν φόροι επί συσσωρευμένου κεφαλαίου καθώς προτεραιότητα της χώρας είναι η προσέλκυση επενδύσεων.
Δ) Να υπογραφούν διακρατικές συμφωνίες με χώρες από τις οποίες αναμένονται επενδύσεις όπως η Κίνα, η Ινδία και τα ΗΑΕ, οι οποίες θα περιλαμβάνουν συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολόγησης.
Ε) Να προσαρμοστούν στα ευρωπαϊκά δεδομένα οι φόροι ακίνητης περιουσίας και ειδικότερα οι φόροι που αφορούν εξωστρεφείς κλάδους, όπως για παράδειγμα η τουριστική κατοικία.
Στ) Να επεκταθεί η πρακτική των ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτών).
Ζ) Να επιστρέψει η νομική μορφή των ιδρυμάτων για νοσοκομεία, αλλά και κάποια από τα μεγάλα σχολεία. Τα λεφτά που δίνονται από το Δημόσιο να κατευθυνθούν για την απευθείας επιχορήγηση μαθητών και ασθενών.
Η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα κλείσει και την υφιστάμενη ψαλίδα απόδοσης της τάξης του 5% μεταξύ των ελληνικών κρατικών ομολόγων με τα ευρωπαϊκά, η οποία αντικατοπτρίζει το υψηλό ρίσκο χώρας και αποτελεί τον βασικό ανασχετικό παράγοντα για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η μελέτη θεωρεί λάθος την προτεραιότητα χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το ΕΣΠΑ. Τα κεφάλαια που υπάρχουν πρέπει να χρηματοδοτήσουν κρίσιμα έργα υποδομής που θα κινήσουν ενάρετο κύκλο για την οικονομία, από τον οποίο θα επωφεληθούν και οι μικρομεσαίες. «Τα 14 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ πρέπει να τα διαχειριστούμε με λογική αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομών που θα δράσουν πολλαπλασιαστικά για την οικονομία. Τότε θα πάρουν μπροστά και οι ΜμΕ».
Με βάση τη στρατηγική της PwC, οι κρίσιμοι τομείς της ελληνικής οικονομίας είναι αυτοί των υποδομών και του τουρισμού. Πρώτον γιατί αξιοποιούν τα παραδοσιακά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, δεύτερον γιατί διαθέτουν το απαιτούμενο μέγεθος για να αποτελέσουν την ατμομηχανή της οικονομίας και τρίτον επειδή διαθέτουν την απαραίτητη εξωστρέφεια (τουρισμός).
Στο σκέλος των υποδομών θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν, τα προσεχή έτη, κεφάλαια της τάξης των 17 δισ. ευρώ για επενδύσεις αναβάθμισης υφιστάμενων υποδομών, δημιουργίας ενεργειακών δικτύων καθώς και για θαλάσσιες μεταφορές. Οι περισσότερες από αυτές πρέπει να είναι συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και εφόσον υλοποιηθούν θα δράσουν επωφελώς για μια σειρά επιμέρους κλάδους της οικονομίας (κατασκευές, μεταφορές, τουρισμός κ.ά.).
Στο τομέα του τουρισμού η χώρα θα μπορούσε να προσελκύσει επενδύσεις 20 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) Να αναβαθμίσει περαιτέρω το τουριστικό προϊόν. «Αν έχουμε τουρισμό 4 αστέρων πρέπει να τον κάνουμε 5 αστέρων» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά. Β) Να προχωρήσουν οι συγχωνεύσεις ξενοδοχειακών μονάδων ώστε να δημιουργηθεί ικανό μέγεθος και να προκύψουν συνέργειες. Γ) Να αναπτυχθεί η παραθεριστική κατοικία. Δ) Να απελευθερωθούν ξενοδοχειακά assets που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στα χέρια των τραπεζών. Η PwC προτείνει να δημιουργηθούν ΑΕΕΑΠ ξενοδοχείων στις οποίες οι τράπεζες θα εισφέρουν τις μονάδες που έχουν περιέλθει στον έλεγχό τους και οι ιδιώτες κεφάλαια.
Προαπαιτούμενο για να γίνουν όλα όσα προαναφέρθηκαν είναι να υπάρξουν μεγάλες και ριζικές αλλαγές που να βελτιώνουν, σύμφωνα με τη μελέτη, τον τρόπο άσκησης του management στον δημόσιο τομέα.