Aναφερόμενος στις εξαιρετικές επιδόσεις της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές, ο πρωθυπουργός επισημαίνει ότι η χώρα μας «δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο συζήτησης για τους λάθος λόγους, κι αυτό το βλέπουν πλέον ξεκάθαρα οι χρηματοοικονομικοί οίκοι του εξωτερικού και οι επενδυτές. Γυρίζουμε οριστικά τη σελίδα της κρίσης, δημιουργώντας ένα πλαίσιο ασφάλειας και αξιοπιστίας, χωρίς τις αγκυλώσεις, τη γραφειοκρατία και τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να απογειωθεί».
Στο περιοδικό που κυκλοφορεί σήμερα στη Γαλλία, ο κ. Μητσοτάκης προαναγγέλλει ότι θα θέσει επισήμως το ζήτημα της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος στα μέσα του 2020. «Πιστεύω ότι συγκεντρώνουμε όλες τις προϋποθέσεις για να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα» σημειώνει, εξηγώντας το σκεπτικό της ελληνικής πλευράς: «Τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ συμφωνήθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ, όταν κανείς δεν εμπιστευόταν τους Έλληνες. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον σήμερα και θα ήταν παράλογο να διατηρηθούν. Σκοπεύω να θέσω το αίτημά μας προβάλλοντας δύο επιχειρήματα: την αναστροφή του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα προς τη θετική κατεύθυνση επί των ημερών της κυβέρνησής μας και τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους μας με πολύ ευνοϊκούς όρους».
Για το έργα και της ημέρες των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ ο πρωθυπουργός αναφέρει ότι «οι Έλληνες και ειδικά η μεσαία τάξη είχαν συνθλιβεί από τους φόρους. Όσο περισσότερο φορολογείς τους πολίτες, τόσο περισσότερο δυσπιστούν προς το κράτος και έχουν κίνητρο να φοροδιαφεύγουν» και αντιπαραβάλλει την πολιτική της νέας κυβέρνησης, λέγοντας: «Η κυβέρνησή μου κι εγώ εφαρμόζουμε τα αυτονόητα για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης που έχει καταστεί αφόρητη και για τη τόνωση της ανάπτυξης αυξάνοντας την παραγωγικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πίεσε τη μεσαία τάξη και κάθε παραγωγικό πολίτη, αντιμετωπίζοντάς τους σαν πηγή φορολογικής αιμοδοσίας, αφαιρώντας την προστασία που απολάμβαναν μέχρι τότε. Εμείς, αντιθέτως, αποκαθιστούμε, μέρα με την ημέρα, με δυναμικές παρεμβάσεις και μεθοδικά, την εμπιστοσύνη του πολίτη στο κράτος. Θεραπεύουμε τις πληγές που άφησε πίσω της η λαϊκίστικη άσκηση της εξουσίας».
Ο πρωθυπουργός αναφέρεται εκτενώς στις «εξαιρετικές σχέσεις» που διατηρεί με τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και δηλώνει τη στήριξή του στις μεταρρυθμίσεις που προτείνει o κ. Μακρόν «για τη λειτουργία της Ευρωζώνης, τον κοινό προϋπολογισμό και την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας». Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει σύμφωνος με την «πράσινη» ατζέντα που προωθεί ο Γάλλος Πρόεδρος: «Υποστηρίζω 100% τον Πρόεδρο Μακρόν στον αγώνα του για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Το δικό του όραμα για μια “πράσινη Ευρώπη” είναι και δικό μου. Σε κάθε πρωτοβουλία του για μια Ευρώπη πιο δυνατή και ενωμένη η στήριξή μου είναι δεδομένη».
Σχετικά με τις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία, ο κ. Μητσοτάκης επισημαίνει ότι «τα όποια προβλήματα έχει η Ελλάδα με την Τουρκία ή με οποιοδήποτε άλλη χώρα, είναι αυτομάτως προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και προσθέτει: «Όταν η Τουρκία ανασχεδιάζει τον χάρτη της Μεσογείου δεν προκαλεί μόνο την Ελλάδα. Προκαλεί απροκάλυπτα την Ευρώπη. Και η Ευρώπη -φυσικά μαζί με την Ελλάδα- θα πρέπει να αντιδρά αναλόγως. Να θυμίζει στον κ. Ερντογάν ότι τα σύνορά μας είναι αμετακίνητα και αδιαπραγμάτευτα. Η χώρα μας αποτελεί διαχρονικά πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ο πρωθυπουργός στέκεται ιδιαίτερα στις τελευταίες τουρκικές προκλήσεις, στα «άκυρα μνημόνια Τουρκίας – Σάρατζ» και στις επεμβάσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου. «Η Ελλάδα δεν μπορεί να μένει αδρανής απέναντι σε τέτοιου είδους ενέργειες. Το οφείλουμε στην προστασία του ελληνικού έθνους -αλλά και του συνόλου της Ευρώπης» τονίζει. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι η Τουρκία δεν τηρεί τη συμφωνία με την ΕΕ για το προσφυγικό – μεταναστευτικό σημειώνοντας, ακόμα, ότι «η Ευρώπη δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει σαν δικό της, το δικό μας πρόβλημα. Αυτό που πιστεύω και το έχω μοιραστεί επανειλημμένως με τους αξιωματούχους της ΕΕ και τους ομολόγους μου, είναι ότι το μεταναστευτικό είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Δεν είναι ένα ελληνικό πρόβλημα που γίνεται κατά περιόδους ευρωπαϊκό».
Ερωτηθείς, τέλος, τι θα θεωρούσε ο ίδιος ως επιτυχία στο τέλος της θητείας του, ο πρωθυπουργός απαντά: «Προσωπικά θα είμαι ικανοποιημένος όταν βεβαιωθώ ότι η Ελλάδα κινείται στον δρόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης, με ευημερία και ανάπτυξη, για όλους τους πολίτες. Θα είμαι ικανοποιημένος όταν θα πετύχουμε την πλήρη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών ενάντια στον λαϊκισμό. Και τέλος, θα ήθελα να δω τους νέους επιστήμονες και όλους όσους εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, για να αναζητήσουν στο εξωτερικό καλύτερους όρους στην επαγγελματική τους ζωή, να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Και με αυτούς, όλοι μαζί, να οδηγήσουμε τη χώρα στην ψηφιακή ολοκλήρωση και την οικολογική ανάπτυξη. Με μια λέξη θα ήθελα να απελευθερωθούν οι δυνάμεις της καινοτομίας και της δημιουργικότητας, οι οποίες, ανέκαθεν, καθιστούσαν μοναδικό τον ελληνικό λαό».