Του Γιώργου Τσιάκαλου
Κατέβηκαν από τα τρένα μετά από ένα ταξίδι δέκα-δεκαπέντε ημερών. Στα όρια της απόλυτης εξάντλησης όσοι και όσες κατάφεραν να επιζήσουν. Γιατί ήταν πολλοί αυτοί που δεν άντεξαν. «Άτυχους» τους θεώρησαν στην αρχή και τους έκλαψαν. Όμως λίγο αργότερα, όταν πια είχαν γνωρίσει το τέρμα του ταξιδιού τους, δεν είχαν πια τη βεβαιότητα να πουν ποιος ήταν ο τυχερός και ποιος ο άτυχος. Τέρμα του ταξιδιού τους που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη: το Άουσβιτς. Οι άρρωστοι, οι αδύναμοι και οι γέροντες –άνδρες και γυναίκες- ήταν οι πρώτοι που οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων και στο θάνατο. Κα τα νεκρά σώματά τους ήταν αυτά που πρώτα γνώρισαν τη βαρβαρότητα του κρεματορίου, όπου τίποτε δεν απομένει απ’ αυτόν που ήταν άνθρωπος με όνειρα, αγωνίες και σχέσεις με άλλους ανθρώπους, παρά μόνον ένας καπνός που βγαίνει από την καμινάδα. Και μαζί τους, πρώτα επίσης, τα βρέφη και τα μικρά παιδιά. Κι αυτά αμέσως μετά την αποβίβαση από το τρένο κατευθείαν στους θαλάμους αερίων, και μετά τα νεκρά σωματάκια τους στους φούρνους των κρεματορίων. Όσα απ’ αυτά δεν τα θανάτωσαν προηγουμένως χτυπώντας τα κεφαλάκια τους στους τοίχους γιατί ενοχλούνταν από τα κλάματά τους.
Μπορούσε ανθρώπινο μυαλό να φανταστεί κάτι φρικτότερο; Διαβάζω μαρτυρία στα πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης (όπου δικάστηκαν οι Ναζί εγκληματίες και οι εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις): «Τότε, όταν αμέτρητοι Εβραίοι θανατώνονταν στους θαλάμους αερίων, ήρθε από πάνω η διαταγή, τα παιδιά να ρίχνονται κατευθείαν στους φούρνους χωρίς προηγουμένως να θανατώνονται στους θαλάμους αερίων. Ρίχνονταν στους φούρνους ζωντανά, και οι κραυγές τους ακούγονταν σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο συγκέντρωσης». Ανάμεσα στις δεκάδες χιλιάδες παιδιά που βρήκαν το φρικτό αυτό θάνατο, χωρίς ποτέ να αξιωθούν τουλάχιστον ένα μνήμα, ήταν αμέτρητα δικά μας παιδιά. Από τη Θεσσαλονίκη. Όπως επίσης από τη δική μας πόλη ήταν δεκάδες τα παιδιά που έγιναν θύματα απάνθρωπων «ιατρικών» πειραμάτων ή δολοφονήθηκαν με στόχο να γίνουν εκθέματα στο «μουσείο των φυλών του ανθρώπου» του Πανεπιστημίου του Ράιχ στο Στρασβούργο. Μνήμα δεν βρήκαν ποτέ.
Στη δική τους μνήμη πολλοί Θεσσαλονικείς αποφάσισαν να πορευτούν χθες στους δρόμους όπου πριν επτά δεκαετίες περπάτησαν για τελευταία φορά χιλιάδες Εβραίοι συμπολίτες μας. Ημέρα μνήμης για την πόλη μας η 15η Μαρτίου, ημέρα που έφυγε το πρώτο τρένο μεταφέροντας τους δικούς μας ανθρώπους στο Άουσβιτς και στο μαρτυρικό θάνατο. Όμως μνήμη χωρίς μνήματα;
Το πανεπιστήμιο μας είναι χτισμένο επάνω στα κατεστραμμένα μνήματα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Κι είναι πολλοί αυτοί που διστάζουν να θυμούνται αυτό το γεγονός κι ακόμη περισσότεροι αυτοί που διστάζουν να το θυμίζουν και να το διδάσκουν. Γι’ αυτό για άλλη μια φορά ως επανόρθωση το αίτημα: το όνομα της στάσης του μετρό στο πανεπιστήμιο δεν μπορεί παρά να είναι αφιερωμένο στη μνήμη των Εβραίων θυμάτων του ναζισμού. Την υποχρέωση αυτή μας επιβάλλει η μνήμη των παιδιών που οδηγήθηκαν ζωντανά στους ναζιστικούς φούρνους.
Aπό τον “Αγγελιοφόρος της Κυριακής” (16 Μαρτίου 2014)