Γράφει η Κατερίνα Jacobs
Τι συμβαίνει όταν η “πονηρή αλωπηξ” (παρατσούκλι που με ακολουθεί από τα τρία μέχρι πρώτα -άντα και βάλε) σε μια περιήγηση της στην αρχική σελίδα του Facebook βλέπει σε φώτο τον πατέρα της σχεδόν 30 χρονιά πριν;
Μια φώτο που ούτε καν o ίδιος γνώριζε ότι ήταν στο πλάνο και δεν ζει πλέον για να μπορεί να την δει…
Ώρα 16.52
Με μια ηρεμία το ποντίκι κατεβαίνει την αρχική σελίδα των ενημερώσεων.
Μοιράζει λαϊκ.
Για σχόλια το χέρι δεν έχει όρεξη να συνεργαστεί με το πληκτρολόγιο σήμερα. Ταξιδεύει το βλέμμα.
Μέχρι που…γυρνά πίσω.
Πολύ πίσω.
Χρόνια πίσω.
Ασπρόμαυρα χρόνια πίσω.
Μια φωτογραφία κάνει τους αμφιβληστροειδείς να τρεμοπαίζουν.
Να εστιάσουν.
Να zoomαρουν.
Η καρδιά ανεβάζει παλμούς όσο το μυαλό κάνει αναζήτηση σε αρχεία εποχής που αμυδρά θυμάται.
Παύση.
Οξυγόνωση.
Βαθιά ανάσα.
Πάμε πάλι.
Στην φώτο απεικονίζονται δύο παίκτες του Φωστήρα του φονεα των Γιγάντων που πανηγυρίζουν.
Πίσω τους ένας άντρας.
Ένστολος.
Χωροφύλακας.
Αυτόν τον άντρα τον ξέρω.
Με έχει κρατήσει στα χέρια του όταν ήμουν δύο κιλά.
Με έχει πάει βόλτα στο Τατόι να μάθω την προπαίδεια.
Με έχει τσακώσει να κάνω το πρώτο μου Sante άφιλτρο κάτω από την μουριά στον κήπο.
Μου έχει κάνει δώρο το εγχειριδειο του καλού στρατιώτη στα 18α γενέθλια μου.
Δεν μου χει πει ποτέ σε αγαπώ.
Μια παρατήρηση στο στόμα
και μια κόντρα στο βλέμμα
που από τον Μάρτιο που έφυγε
μου λείπουν.
Όλα μου λείπουν.
Και αυτά που είχα και αυτά που πήρε μαζί του.
Και τώρα αποσβολωμένη σε μια οθόνη.
Να τον κοιτάω.
Χίλια χέρια να σε έκρυβαν ρε πατέρα θα σε αναγνώριζα.
Γιατί έτσι με έμαθες.
Να σε ψάχνω
Να σε βρίσκω
Να σε χάνω
Και να είσαι παρών εκεί που δεν σε περιμένω.
Από τότε που λείπεις
πιο πολύ σε ζητώ
πιο βαθιά σ’ αγαπώ
πιο πολύ μου ανήκεις,
όπως λέει o ποιητής.
Λάϊκ Πατέρα!
(Eξάλλου εμείς με τις κλασσικές αβρότητες δεν τα πηγαίναμε ποτέ καλά)