Επιχείρηση ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στην αρχή της κρίσης και αντιμετώπισε όλες τις αντιξοότητες. Παρόλα αυτά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και σταδιακά να αναπτυχθεί ώστε σήμερα να απασχολεί αρκετές δεκάδες – κυρίως νέους – ανθρώπους.
Λόγω τη φύσης της δραστηριότητας (υπηρεσίες προς επιχειρήσεις) ησυγκεκριμένη επιχείρηση ως και σήμερα προσλαμβάνει συνήθως δοκιμαστικά για κάποιο διάστημα. Όσοι καταφέρνουν να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις παραμένουν, ενώ οι υπόλοιποι απολύονται και αντικαθίστανται από άλλους. Όλα γίνονται σύμφωνα με το νόμο και δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό.
Παρόλα αυτά, μια ημέρα η επιχείρηση βρέθηκε αποκλεισμένη. Όχι από κάποιο άτυπο ή οργανωμένο συλλογικό όργανο των εργαζομένων της επιχείρησης, ούτε καν από όργανο του κλάδου στο οποίο η επιχείρηση δραστηριοποιείται. Ο αποκλεισμός είχε γίνει από γνωστό οριζόντιο κομματικό όργανο «εργατοπατέρων». Η είσοδος εργαζομένων στην επιχείρηση εμποδιζόταν προκειμένου να περιφρουρηθεί απεργία διαμαρτυρίας που είχε αποφασίσει ένα όργανο που δεν είχε σχέση με την επιχείρηση. Το αιτιολογικό; Κατηγορούσαν τη διοίκηση για «αδικαιολόγητες» απολύσεις!
Ο επιχειρηματίας,αδαής στα «αγωνιστικά», αφού ξεπέρασε την πρώτη ψυχρολουσία, ζήτησε να συνομιλήσει με αντιπροσωπία αυτών που είχαν αποκλείσει το χώρο. Σύντομα βρέθηκε να μιλά με ολιγομελή ομάδα από πρόσωπα που ποτέ δεν εργάζονταν στην επιχείρησή του. Ο ένας εμφανίστηκε ως Πρόεδρος. Ούτως ή άλλως αυτοί που είχαν πραγματοποιήσει τον αποκλεισμό είχαν από ελάχιστη ως καμία σχέση με το προσωπικό της επιχείρησης.
Κάποιος που ασκεί διοίκηση σε μια επιχείρηση έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να προσλαμβάνει και να απολύει. Έτσι λένε τα βιβλία. Παρόλα αυτά ο επιχειρηματίας αισθανόταν αβέβαιος για αυτό το δικαίωμά του, σε αυτή τη χώρα. Το είχε και δεν το είχε. Έτσι ξεκίνησε αμυντικά τη διαβούλευση διατυπώνοντας το εξής ερώτημα: «Γιατί με κατηγορείτε για απολύσεις, όταν μέσα σε λίγα χρόνια έχω φθάσει να απασχολώ δεκάδες ανθρώπους και ακόμα και το τελευταίο διάστημα οι προσλήψεις που έχω πραγματοποιήσει υπερβαίνουν αριθμητικά τις απολύσεις;»
Η απάντηση που έλαβε ήταν «αποστομωτική». Οι «αγωνιστές» δεν συμφωνούσαν με … συγκεκριμένες από τις απολύσεις. Θεωρούσαν ότι κάποιες από αυτές είχαν γίνει επειδή οι εργαζόμενοι ήταν μέλη του φορέα τους. Στην πορεία της συζήτησης διαπιστώθηκε ότι το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος ήταν μια συγκεκριμένη υπάλληλος, ενεργό μέλος τους, η οποία εργάστηκε δοκιμαστικά για λίγες μόνο εβδομάδες και είχε πρόσφατα απολυθεί. Αυτή τους είχε καλέσει. Ο αποσβολωμένος επιχειρηματίας εξήγησε ότι δεν ήταν καν σε γνώση του ποιοι υπάλληλοί του είναι μέλη του «αγωνιστικού» φορέα. Ποτέ δεν είχε περιέλθει σε γνώση του αυτή η ιδιότητα μέρους των υπαλλήλων του, ούτε και τον ενδιέφερε να τη γνωρίζει.
Εξήγησε ότι απέλυσε την συγκεκριμένη υπάλληλο γιατί αντιλήφθηκε ξεκάθαρα ότι ούτε της αρέσει,ούτε της ταιριάζει αυτή η δουλειά, συνεπώς δεν εκτίμησε ότι θα είχε κάποια προοπτική εξέλιξης και απόδοσης στα καθήκοντά της. Οι αιτιάσεις του επιχειρηματία δεν ικανοποίησαν την άλλη πλευρά. Οι «αγωνιστές» δεν πείσθηκαν. Δεν δέχονταν τα επιχειρήματα του επιχειρηματία. Έβρισκαν μεροληπτική τη στάση του. Πώς μπορεί να γνώριζε εκ των προτέρων αν η υπάλληλος είχε προοπτική στη δουλειά αυτή; Απαράδεκτος. Όφειλε άμεσα να την επαναπροσλάβει.
Ο επιχειρηματίας όμως παρουσίασε καταμετρημένα στοιχεία βάσει των οποίων η παραγωγικότητά της ήταν χαμηλότερου του μισού του μέσου όρου των συναδέλφων της που προσελήφθησαν το ίδιο διάστημα με αυτήν. Ούτε τότε πείσθηκαν οι αγωνιστές. Θεωρούσαν ότι ήταν ανάλγητος που δεν της έδινε περισσότερες ευκαιρίες. Επιπλέον, το σύστημα καταγραφής παραγωγής που εφάρμοζε ήταν απολύτως απάνθρωπο!
Ο επιχειρηματίας βρέθηκε σε απόγνωση. Μέσα στις επόμενες ημέρες θα έληγαν προθεσμίες για να πληρώσει προσωπικό, ΙΚΑ, τράπεζες, εφορία και προμηθευτές. Πώς θα τους πλήρωνε όλους αυτούς αν δεν λειτουργούσε η επιχείρηση; Ποιος πελάτης – επιχείρηση θα πλήρωνετην κλειστή του επιχείρηση; Πού θα έβρισκε χρήματα για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του; Πόσο θα τον περίμεναν οι πελάτες που με κόπο είχε καταφέρει ως τότε να κερδίσει;Μήπως σύντομα θα ακύρωναν τα συμβόλαια;Μήπως θα έθετε σε κίνδυνο την προσωπική του κατοικία καθώς ήταν εγγυητής των δανείων της επιχείρησης;
Αναζητούσε τι μπορούσε να κάνει. Να καλούσε την αστυνομία; Θα μπορούσε έτσι να προστατευθεί από την «αγωνιστική» παρανομία; Μήπως αυτό θα οδηγούσε σε χειρότερες καταστάσεις και έκτροπα; Να κρατούσε την επίμαχη υπάλληλο για μερικές ακόμα εβδομάδες; Όμως μήπως έτσι γινόταν όμηρος των αγωνιστών για πάντα;
Ο επιχειρηματίας το πήρε απόφαση. Κάλεσε άμεσα εκ νέου τον Πρόεδρο για διαβουλεύσεις. Τα ξαναείπαν από την αρχή. Εξήγησε την οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Πρότεινε στον αγωνιστή να αναλάβει την εταιρεία μαζί με τα οικονομικά της ανοίγματα έναντι συμβολικού αντιτίμου: «Θέλετε να την πάρετε την εταιρεία; Αν νομίζετε ότι μπορείτε να την τρέξετε καλύτερα, σας την πουλάω τώρα. Ένα ευρώ. Ό,τι έχει και ό,τι οφείλει μαζί όμως.»
Οι «αγωνιστές» τα έχασαν. Αντέτειναν: «Αυτή δεν είναι η δουλειά μας». Αλλά και ο επιχειρηματίας πλέον δεν το έβαζε κάτω: «Δηλαδή, ποια είναι; Να με κλείσετε και να στείλετε δεκάδες οικογένειες στο δρόμο; Αν θέλετε πράξτε το. Η ευθύνη δική σας».
Ξαφνικά οι «αγωνιστές» άρχισαν να αλλάζουν στάση. Αναδιπλώθηκαν και σύντομα η εταιρεία ήταν ξανά προσβάσιμη στο προσωπικό της. Έκτοτε η επαφή των «αγωνιστών» με την επιχείρηση ήταν πιο «προσεκτική». Ενημέρωναν έγκαιρα για πρόσωπα που τους ενδιέφεραν. Κι ο επιχειρηματίας όμως από την πλευρά του έδειχνε πλέον περισσότερη «κατανόηση». Στα πρόσωπα που ενδιέφεραν τους αγωνιστές έδινε τουλάχιστον 10-15 ημέρες περισσότερο χρόνο προσαρμογής. Αν δεν τα πήγαιναν καλά ενημέρωνε τον Πρόεδρο ότι σκόπευε να προχωρήσει σε απόλυση αν δεν αλλάξει κάτι στις επόμενες εβδομάδες. Σε περίπτωση όμως που πάλι δεν πετύχαιναν στοιχειώδεις στόχους παραγωγικότητας τους απέλυε. Ο «αγωνιστικός» φορέας τότε δεν αντιδρούσε.
Όταν επιχειρηματίας μου διηγήθηκε την παραπάνω ιστορία έμεινα εκστατικός. Το προσωπικό που είχε την «προστασία» της γνωστής αγωνιστικής κίνησης βρισκόταν σε προνομιακή θέση έναντι των υπολοίπων εργαζομένων. Απολάμβανε αυτά τα προνόμια απλά και μόνο επειδή οι «προστάτες» του μπορούσαν να κραδαίνουν την απειλή άσκησης παράνομου αποκλεισμού της επιχείρησης.
Ο κυνικός σχολιασμός του επιχειρηματία με καθήλωσε: «Στην Ελλάδα ζω και η δραστηριότητά μου έχει δυστυχώς ένα επιπλέον τίμημα. Πλέον το έχω πάρει απόφαση και το έχω κοστολογήσει. Το πληρώνει ο πελάτης μου. Οι επιχειρηματίες στο χώρο της διασκέδασης έχουν να πληρώνουν τους ανθρώπους της νύχτας. Είναι ένα αναγκαίο κόστος που δεν το αποφεύγουν. Όλοι το γνωρίζουν. Κι εμείς όμως οι υπόλοιποι που δεν έχουμε σχέση με τη νύχτα, πέραν από τα άλλα – κοινά για όλους – ευμετάβλητα κόστη (π.χ. εφορία, ασφαλιστικά ταμία, διακύμανση της αγοράς, ανταγωνισμός, επιχειρηματικές ατυχίες κλπ.), έχουμε να «πληρώνουμε» ένα άλλο έμμεσο κόστος που δεν είναι τόσο γνωστό: τους ανθρώπους τηςημέρας. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Αν αντέχεις την αλήθεια προσαρμόζεσαι, ειδάλλως άφησέ το. Είτε φύγε από τη χώρα, είτε δούλεψε για άλλον που μπορεί και προσαρμόζεται. Κάποιοςθα βρεθεί να κάνει τη δουλειά.»
Παραμένει όμως ένα ερώτημα: τον απλό, φιλήσυχο, εργαζόμενο που δεν είναι μέλος του συγκεκριμένου «αγωνιστικού» οργάνου, ποιος τον προστατεύει; Γιατί αυτός να μην έχει τα ίδια προνόμια με τους άλλους; Πόσο δίκαιο και δημοκρατικό είναι αυτό;
* Σεραφείμ Αθ. Κοτρώτσος, σύμβουλος επιχειρήσεων & επιχειρηματίας,
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχ. Η/Υ, Διδάκτωρ ΕΜΠ