«Σεβαστέ μοι πάτερ!
Έλαβον την επιστολήν υμών και τα χρήματα. Είχετε δίκαιον αλλά δεν κατώρθωσα να εισέλθω εις το Β΄Γυμνάσιον, και το πρώτον είναι κυκεών. Ήδη κατετάχθην εις το του Πειραιώς.
Ω, ησυχάσατε, είναι το αυτό. Ενοίκιασα δωμάτιον δια δρ. 8, αλλά θα ελαττώσω, θα περικόψω τα έξοδα μου, θα κάνω όσην δυνηθώ οικονομίαν, μην παροργίζεσθε. Η βραδύτης της αποφάσεως μου, προήλθεν εκ του ότι είχον μάλλον σκοπόν να επανέλθων εις Χαλκίδα, ότε έλαβον την μνησθείσαν σοβαράν επιστολή Σας. Αλλώς τε το Γυμνάσιον του Πειραιώς είναι ήδη υπέρ παν άλλο καλόν κατηρτισμένον, το προσωπικό του συνίσταται εξ’απομάχων Γυμνασιαρχών, οίον του ιδικού μου (εν Χαλκίδι) Σταθάκη, του Καπιτώρη, έως χθες Γυμνασιάρχου Πατρών, οίτινες είναι ήδη απλοί Καθηγηταί. Φαντασθήτε
έαν είχον δίκαιον οι κύριοι φίλοι παραγγέλοντας υμίν ό,τι φοβούμαι τα μαθήματα.
Έχω ανάγκην χρημάτων. Του λοιπού θα τακτοποιηθώ. Σας ασπάζομαι ο υιός σας.
Αλέξανδρος»
Αυτά έγραφε στις 22 Οκτωβρίου του 1869 ο 17χρονος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στον πατέρα του, ιερέα Αδαμάντιο Εμμανουήλ από τον Πειραιά. Εκεί που μετά από πολλές διακοπές και οικονομικές δυσκολίες τελείωσε το Γυμνάσιο. Η προσωπική αλληλογραφία του Σκιαθίτη συγγραφέα, της « κορυφής των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, καθώς και το σύνολο του σπουδαίου έργου είναι πλέον προσβάσιμη στο κοινό, μέσα από τον νέο ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών (http://papadiamantis.net/).
Από εδώ και στο εξής ο καθένας έχει την ευκαιρία να γνωρίσει εκτός από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα ποιήματα και τα άρθρα του, τις μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο έργο του και να δουν σπάνιες φωτογραφίες και πορτραίτα του, καθώς και εικόνες από τα μέρη που έζησε.
Στο σύντομο βιογραφικό σημείωμα που έφτιαξε ο ίδιος για τον εαυτό του-κατά παράκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη- γράφει:
“Έγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη “ἡ Μετανάστις” ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν “Σωτήρα”. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη “Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν” εἰς τὸ “Μὴ χάνεσαι”. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.”