Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) συνέρχεται αύριο σε μια συνεδρίαση-καμπή. Όποια και αν είναι η απόφασή του, η ανακοίνωσή της από τον κ. Ντράγκι θα αποκαλύψει πολλά για τις νέες επιλογές της κ. Μέρκελ και, επομένως, τις νέες ευρωπαϊκές ισορροπίες. Τα αποτελέσματα αυτής της συνόδου επιδέχονται, λοιπόν, μια έμμεση πλην σαφή πολιτική ανάγνωση.
Από καθαρά οικονομικής πλευράς, τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ είναι γνωστά: οικονομική στασιμότητα ή και ύφεση, πολύ χαμηλός πληθωρισμός ή και αποπληθωρισμός, άρνηση των τραπεζών να αναλάβουν ρίσκα χρηματοδοτώντας την “πραγματική” οικονομία. Τα στελέχη της γερμανικής Bundesbank έχουν κλείσει το δρόμο για μια α λα ΗΠΑ νομισματική χαλάρωση (τύπωμα χρήματος), οπότε έχουν σχεδόν προεξοφληθεί δύο στοιχεία από τις αυριανές αποφάσεις: Πρώτο, η περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου του ευρώ (από 0,25% σε 0,15% ή και 0,10%) και δεύτερο, αρνητικό επιτόκιο για τις τράπεζες που επιλέγουν να “παρκάρουν” τα ρευστά τους διαθέσιμα στην ΕΚΤ, επωφελούμενες από το συνδυασμό θετικού επιτοκίου και χαμηλού πληθωρισμού.
Με τον τρόπο αυτό ο κ. Ντράγκι ελπίζει “μ’ ένα σμπάρο τρία τρυγόνια”:
- Να αναγκάσει τις τράπεζες να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο, χρηματοδοτώντας την “πραγματική” οικονομία” και βοηθώντας έτσι στην ενεργοποίηση του μηχανισμού της ανάπτυξης.
- Να πιέσει τον πληθωρισμό προς τα πάνω, αντιμετωπίζοντας έτσι τη διστακτικότητα για επενδύσεις και αγορές (όταν δεν περιμένεις να πέσει και άλλο ο πληθωρισμός, τότε δεν αναβάλλεις αγορές και επενδύσεις). Και όταν μιλούμε για επενδύσεις, δεν εννοούμες μόνο τις ευρωπαϊκές, αλλά και γενικότερα τις διεθνείς επενδύσεις, από τρίτες χώρες (ιδίως ΗΠΑ).
- Να πιέσει την ισοτιμία του ευρώ προς τα κάτω, ενισχύοντας τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Το “αθώο” και “απλοϊκό” τρίτο αυτό σημείο (μείωση της ισοτιμίας του ευρώ) λέει πολλά για τις εκκολαπτόμενες νέες ευρωπαϊκές και διεθνείς ισορροπίες. Διότι η Γερμανία μέχρι πρόσφατα έβαζε “φρένο” σε μέτρα για την ανακοπή της πτώσης του πληθωρισμού, με σεχταριστική προσήλωση στον “αντιπληθωριστικό αγώνα”. Τι άλλαξε για να αλλάξει γνώμη; Πολλά: Ο νέος συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων στην Ε.Ε. ύστερα από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, ότι η αμερικανική “νομισματική χαλάρωση” διακόπτεται σταδιακά κάνοντας πιο οξύ το πρόβλημα χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, κυρίως όμως ότι λόγω Ουκρανίας και ΗΠΑ, ο σταθερός πυλώνας της σχέσης Γερμανίας και Ρωσίας δοκιμάζεται.
Μπροστά σε τόσες ανατροπές, η γερμανική ορθοδοξία είναι αναγκασμένη να βάλει νερό στο κρασί της. Αλλά όχι σε τόση… ποσότητα ώστε να τίθεται εν αμφιβόλω το συνολικό οικοδόμημα της νομισματικής και δημοσιονομικής ορθοδοξίας.
Εδώ ακριβώς, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: Μπορεί η μηχανή της ανάπτυξης να πάρει μπροστά μόνο με νομισματικά μέτρα, όταν μάλιστα αυτά δεν έχουν καν την τόλμη των αντίστοιχων αμερικανικών; Μπορεί η ανάπτυξη να στηριχτεί στην προσφορά χρήματος όταν η ζήτηση έχει “βαλτώσει”;