Γράφει ο Ceteris Paribus
Ύστερα από τη σαρωτική επικράτηση του Εμανουέλ Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, η συζήτηση για την ανασύσταση του γαλλο-γερμανικού «άξονα» αναθερμάνθηκε. Στην πραγματικότητα, η συζήτηση αυτή είναι διαρκής, και ο λόγος είναι απλός: η ισχυρή σύμπτωση συμφερόντων που απαιτεί ένας «άξονας», στην περίπτωση των σχέσεων μεταξύ των δύο ισχυρότερων οικονομιών αλλά και κρατών της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Άλλαξε μήπως κάτι στην πιο πρόσφατη περίοδο σε ό,τι αφορά αυτό; Ένα καλό «μέτρημα» όλων των δεδομένων δεν επιτρέπει εύκολα καταφατική απάντηση…
Στην εποχή του Τραμπ: στρατιωτική «ενοποίηση»;
Καθώς ξεδιπλώνεται η γεωπολιτική στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, έχει γίνει παραπάνω από φανερό ότι η Ευρωζώνη και η Ε.Ε., δίπλα στα πάμπολλα οικονομικά και κοινωνικά, απέκτησαν και ένα νέο, μείζον δίλημμα: θα πληρώσουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να παραταθεί η γεωπολιτική «ομπρέλα ασφάλειας» των ΗΠΑ στην Ευρώπη και στις περιφερειακές εστίες αστάθειας (από Βαλκάνια μέχρι Ουκρανία και από Συρία μέχρι την ευρύτερη Μ. Ανατολή) ή θα πρέπει να καλύψουν το κενό του ΝΑΤΟ με μια Euroforce; Το δίλημμα είναι «υπαρξιακό» και, από μόνο του, λέει πολλές περισσότερες αλήθειες για τις αδυναμίες και δυνατότητες, για τους σχεδιασμούς και τη στρατηγική των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων απ’ ό,τι όλα τα κοινωνικο-οικονομικά διλήμματα μαζί! Διότι απλούστατα μια Euroforce σημαίνει ένα μεγάλο άλμα -και μάλιστα σε σύντομο χρόνο- στην ευρωπαϊκή «ενοποίηση» στον τομέα που μέχρι τώρα έχει μείνει πιο πίσω σε σχέση με όλους τους άλλους. Βαθύτερα, στρατιωτική «ενοποίηση», σημαίνει ενοποίηση συμφερόντων σε στρατηγικό και «υπαρξιακό» επίπεδο.
Υπάρχει βέβαια και η οδός του ρεαλισμού: να απαντηθεί το πρόβλημα με ad hoc «συμμαχίες προθύμων» σε στρατιωτικό επίπεδο σε συνδυασμό με μια πολιτική κάλυψη από τα ευρωπαϊκά όργανα. Μια τέτοια λύση, ωστόσο, αφενός είναι πολύ αδύναμη για την αντιμετώπιση μειζόνων προβλημάτων και αφετέρου «σκοντάφτει» στην ασυμμετρία στρατιωτικών δυνατοτήτων μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Με τη Μ. Βρετανία, χώρα με ισχυρές στρατιωτικές δυνατότητες και μεγάλη εμπειρία σε στρατιωτικές επεμβάσεις από την εποχή της «αυτοκρατορίας» μέχρι πρόσφατα, να είναι εκτός Ε.Ε. και μάλιστα σε σχέσεις έντασης με αυτήν, η μόνη αξιόπιστη στρατιωτική «μηχανή» που είναι διαθέσιμη, είναι της Γαλλίας. Εδώ όμως αγγίζουμε ένα ευαίσθητο ζήτημα «ασυμμετρίας» μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας: η πρώτη είναι στρατιωτική δύναμη με διεθνές προφίλ και ηπειρωτική εμβέλεια, ενώ η δεύτερη είναι στρατιωτικός νάνος σε ηπειρωτικό και διεθνές επίπεδο.
Υπάρχει μήπως η δυνατότητα να εγκαθιδρυθεί μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μια σχέση ανάλογη με αυτή που υπήρξε μεταπολεμικά μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης; Δηλαδή η Γαλλία να καλύπτει τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές ανάγκες και η Γερμανία απερίσπαστη να ενισχύεται οικονομικά; Θα ήταν μια παράλογη σκέψη! Πρώτο, γιατί η Γαλλία δεν μπορεί μόνη της να σηκώσει αυτό το βάρος. Και δεύτερο, γιατί προφανώς η Γαλλία θα θελήσει να «εξαργυρώσει» αυτή της την προσφορά σε οφέλη ακριβώς στον τομέα που πάσχει: τον οικονομικό – και όλοι γνωρίζουμε ότι η Γερμανία δεν φημίζεται για τέτοιες «γαλαντομίες»…
Πάνω απ’ όλα όμως, στα επόμενα χρόνια ο όγκος των προκλήσεων, σε ηπειρωτικό και περιφερειακό επίπεδο, θα είναι τέτοιος ώστε θα απαιτούσε μια Euroforce με δυνατότητες επιπέδου… ΝΑΤΟ. Κάτι που είναι επιστημονική φαντασία. Το αργοκίνητο καράβι των ευρωπαϊκών συναινέσεων, οι… γεωλογικοί χρόνοι ωρίμανσης σχεδίων για την ευρωπαϊκή αμυντική έρευνα και ασφάλεια που στην καλύτερη περίπτωση δεν πρόκειται να προλάβουν τις επόμενες… δέκα ηπειρωτικές και περιφερειακές κρίσεις, η ασυμμετρία στο στρατιωτικό ισοζύγιο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, όλα οδηγούν στο συμπέρασμα η ευρωπαϊκή στρατιωτική «ενοποίηση» υπό την μπαγκέτα ενός ανασυσταμένου γαλλο-γερμανικού «άξονα» θα έχει την τύχη της άλλης μεγάλης «ρομαντικής» ιδέας, της πολιτικής ενοποίησης.
Αν στα δεδομένα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα προσθέσουμε και τα προβλήματα που δημιουργεί η «αδρανοποίηση» του ΝΑΤΟ όσον αφορά την «ευρωπαϊκή ασφάλεια», τότε το συμπέρασμα δεν είναι καθόλου ευοίωνο όχι απλώς για το γαλλο-γερμανικό «άξονα» αλλά και για την ίδια την Ευρωζώνη και την Ε.Ε…
Γαλλία-Γερμανία: οικονομική, κοινωνική και πολιτική «ασυμμετρία»
Οι περιορισμοί της Γερμανίας είναι κυρίως διπλωματικο-στρατιωτικοί: η δημιουργία μιας αποτελεσματικής στρατιωτικής μηχανής με ηπειρωτική και διεθνή εμβέλεια απαιτεί όχι μόνο πολύ χρήμα αλλά πολύ χρόνο: μέχρι να συστηθεί σαν διεθνής «παίκτης» και μέχρι να τσεκάρουν όλοι οι ανταγωνιστές «τι είναι ικανή να κάνει», θα περάσει πολύς καιρός.
Ωστόσο, σε όλα τα υπόλοιπα πεδία σύγκρισης, η Γερμανία υπερτερεί της Γαλλίας:
Η Γερμανία έχει μέτωπο με Τουρκία και έχει μια μεγάλη τουρκική μειονότητα στο εσωτερικό της. Ωστόσο, δεν έχει μαζικής μειονότητες αφρικανικής και αραβικής καταγωγής, όπως η Γαλλία, όπου μάλιστα έχουν εξωθηθεί σε θέση μαζικού «περιττού πληθυσμού» που παράγει δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα και δίνει έδαφος για την «εσωτερική» αναπαραγωγή του προβλήματος της τζιχαντικής τρομοκρατίας.
Υπ’ αυτούς τους όρους, η Γερμανία δεν χρειάζεται εξωτερική αφορμή για να χτίσει κράτος έκτακτης ανάγκης και να επιβάλει τη λιτότητα: πραγματοποίησε εγκαίρως τη δική της «θατσερική επανάσταση», με την Ατζέντα 2010 του σοσιαλδημοκράτη κ. Σρέντερ, όσο για το κράτος έκτακτης ανάγκης, το οικοδόμησε με τον εσωτερικό αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία τη δεκαετία του ’70. Όλα αυτά ενσωματώθηκαν «ομαλά» και «στρατηγικά» στα κεκτημένα του γερμανικού καπιταλισμού. Η Γαλλία πρέπει να τα κατακτήσει παραβιάζοντας την «κανονικότητα» δεκαετιών. Ο στρατός στους δρόμους των γαλλικών πόλεων είναι μια καθ’ υπερβολή (όσον αφορά τα πραγματικά του αποτελέσματα ενάντια στην τρομοκρατία) σκηνοθεσία, ακριβώς για να υπάρξει ο αναγκαίος εθισμός στο κράτος έκτακτης ανάγκης που είναι απαραίτητο για να ευοδωθεί η «θατσερική επανάσταση».
Η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο από τα αριστερά: το αριστερό Die Linke δεν έχει κάποιου είδους επίφοβη δυναμική ούτε ριζοσπαστικό βάθος. Αυτό σε συνδυασμό με την ισχνή παράδοση σοβαρών κοινωνικών αγώνων, κάνει τη γερμανική ηγεσία να έχει μόνο τη σκοτούρα του κινδύνου από τα δεξιά. Όπως όμως απέδειξε η πορεία του ξενοφοβικού AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), αυτός ο κίνδυνος είναι σαφώς υποδεέστερος σε σχέση με τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία.
Τέλος, στη Γαλλία, η παράδοση μεγάλων κοινωνικών αντιστάσεων είναι μακρά και ισχυρή. Μόλις πέρυσι τέτοιο καιρό, η χώρα συγκλονίστηκε από κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο Ελ Κομρί. Η παράδοση αυτή συναντιέται με την παράδοση ισχυρής σε σχέση με τη Γερμανία αριστεράς. Μόλις πρόσφατα, στις προεδρικές εκλογές, ο κ. Μακρόν βρήκε απέναντί του μεταξύ άλλων και τον κ. Μελανσόν, ο οποίος στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών ήρθε 4ος στα σημεία.
Οι περιορισμοί της Γαλλίας, είναι λοιπόν κοινωνικο-οικονομικοί: Θα πετύχει η θατσερική επανάσταση του Μακρόν; Θα οικοδομηθεί ένα κράτος έκτακτης ανάγκης και εξουσιών χωρίς να δημιουργήσει μεγάλες και επίφοβες κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες; Θα βελτιώσει τους οικονομικούς της δείκτες που ακόμη υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους αντίστοιχους της Γερμανίας; Τι θα συμβεί μελλοντικά με το κρατικό χρέος που βαδίζει ακάθεκτο προς το 100% του ΑΕΠ;
Στο τραπέζι του συσχετισμού δύναμης, που «κυβερνά» πλέον με όρους όχι απλώς ρεαλισμού αλλά και κυνισμού τις διεθνείς σχέσεις, ο Μακρόν πρέπει να προσκομίσει τεκμήρια εσωτερικών «θριάμβων» για πράγματα που ο γερμανικός καπιταλισμός έχει κατακτήσει σε ανύποπτο χρόνο…
Πόσες τύχες μπορεί να έχει η ανασύσταση σε στιβαρές βάσεις του γαλλο-γερμανικού «άξονα» αν πάρουμε υπόψη μας όλα τα προηγούμενα; Και ποιο μέλλον προδιαγράφεται για την ευρωπαϊκή «ενοποίηση» όταν στα ήδη σοβαρά της προβλήματα προστίθεται τώρα ένα ακόμη, το τέλος της κάλυψης των ευρωπαϊκών αναγκών διαχείρισης κρίσεων από το ΝΑΤΟ; Ειδικά αυτό το τελευταίο ερώτημα, απαιτεί ένα άλλο άρθρο.