Γράφουν οι Ηλίας Πεντάζος & Παναγιώτης Αλεξάκης*
Η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει από αναλύσεις που αποδεικνύουν ότι η προσέλκυση επενδύσεων ναι μεν οφείλει να στηρίζεται σε ένα καλά οργανωμένο επιχειρηματικό πλαίσιο υποδοχής με ανταγωνιστικούς συντελεστές παραγωγής, εργασίας, φορολογίας, αλλά επισημαίνει γιατί ορισμένα εταιρικά χαρακτηριστικά, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η κοινωνική ευθύνη, η εταιρική διακυβέρνηση, μπορούν να ακυρώσουν το παραπάνω πλαίσιο και να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για επενδυτές που θέλουν να πλησιάσουν μια χώρα και τις εταιρείες της.
Στο άρθρο αυτό και όσο μας επιτρέπει ο χώρος, αναλύουμε έναν ειδικότερο τομέα αυτόν των λεγόμενων «υπεύθυνων» επενδύσεων και πώς οι ελληνικές εταιρείες θα μπορούσαν να προσαρμοστούν και να επωφεληθούν από μια παγκόσμια τάση που αναπτύσσεται σε ρυθμούς χιονοστιβάδας.
«Υπεύθυνη» επένδυση ορίζεται διεθνώς η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και εταιρικής διακυβέρνησης δεικτών στις επενδυτικές διαδικασίες και στη λήψη αποφάσεων (environmental, social, governance – ESG). Οι δείκτες αυτοί, αν και μη ακραιφνώς οικονομικοί, για πολλούς επενδυτές θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του εταιρικού σκοπού, της στρατηγικής και της ποιότητας διοίκησης των εταιρειών, επειδή περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για την πολιτική των επιχειρήσεων σε υγεία, ασφάλεια, προστασία εργαζομένων, προστασία περιβάλλοντος, διαχείριση υδάτων και φυσικών πόρων, logistics και προώθηση καινοτομίας, μεταξύ άλλων.
Το ESG ξεκίνησε με πρωτοβουλία του ΟΗΕ το 2004, με στόχο να βρεθούν τρόποι ενσωμάτωσής του στις αγορές κεφαλαίου. Το 2005 παρουσιάστηκε η μελέτη-ορόσημο με τίτλο «Who Cares Wins» (Οποιος νοιάζεται, κερδίζει). Η μελέτη αποδείκνυε επιστημονικά ότι η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και εταιρικών δεικτών στις κεφαλαιαγορές έχει επιχειρηματική λογική, οδηγεί σε πιο βιώσιμες εταιρείες και αγορές και έχει επωφελή αποτελέσματα για τις κοινωνίες.
Οι θεσμικοί επενδυτές αρχικά δεν δέχθηκαν να υιοθετήσουν το ESG, ισχυριζόμενοι ότι το καθήκον τους περιοριζόταν στη μεγιστοποίηση του οφέλους των μετόχων και δεν ενδιαφέρουν περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις ή θέματα διαφθοράς. Στην πορεία βέβαια συνειδητοποίησαν ότι οι δείκτες ESG έχουν χρηματοοικονομικές επιπτώσεις και πλέον στις αγορές των ΗΠΑ και της Ε.Ε., οι μετοχές των «βιώσιμων» εταιρειών τείνουν να ξεπεράσουν σημαντικά σε αποδόσεις τις λιγότερο βιώσιμες ομολόγους τους.
Σήμερα, διεθνώς και με επιταχυνόμενο ρυθμό, θεσμικοί επενδυτές και funds απομακρύνονται από «μη καθαρά» επενδυτικά προϊόντα και στρέφονται σε «βιώσιμες» επενδύσεις που έχουν υιοθετήσει πλήρως τις αρχές ESG, οι οποίες τείνουν να επικρατήσουν απόλυτα στη διαχείριση κεφαλαίων για τις επόμενες δεκαετίες.
Ήδη, κλάδοι με ρυπογόνες δραστηριότητες (τσιμέντα, πετρέλαια), βλέπουν να πιέζονται κεφαλαιακά, ενώ καταγράφονται διαρκώς αυξανόμενες ροές κεφαλαίων προς ESG βιώσιμες επενδύσεις, καθώς για πολλούς πλέον επενδυτές η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας εκλαμβάνεται ως το κλειδί που θα συμβάλει καταλυτικά στην υπεραπόδοση των δικών τους μετοχικών αξιών. Με την τεχνολογία να εξελίσσεται συνεχώς, κάνοντας τη συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων ευκολότερη και φθηνότερη και επιτρέποντας σε έξυπνους αλγόριθμους να ερμηνεύουν ακριβέστερα τις μη παραδοσιακές οικονομικές πληροφορίες, οι δείκτες ESG επιτρέπουν στους επενδυτές να προβάλλουν τις δικές τους αξίες και να διασφαλίζουν ότι οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις τους ανταποκρίνονται στα πιστεύω τους, χωρίς να υστερούν σε αποδοτικότητα έναντι των συμβατικών επενδύσεων.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι «υπεύθυνες επενδύσεις» είναι απλώς τάση, αλλά οι εξελίξεις τα τελευταία χρόνια λένε άλλα. Οι Financial Times αναφέρουν ότι η αξία του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονται funds βιώσιμων επενδύσεων στην Ευρώπη αυξήθηκε από 540 δισ. το 2017 σε 685 δισ. το 2018, με τη Νορβηγία να έχει τη καλύτερη επίδοση στον περιβαλλοντικό δείκτη, τη Δανία να προηγείται στον αντίστοιχο κοινωνικό και την Ολλανδία να πρωτεύει στη εταιρική διακυβέρνηση (πηγή: έκθεση της εταιρείας οικονομικών ερευνών Morningstar).
Η εικόνα της Ελλάδας σε αυτό το περιβάλλον είναι μεικτή. Ικανοποιητική μεν η θέση στον κοινωνικό δείκτη, πολύ οριακά στη τήρηση περιβαλλοντικών κανόνων, αλλά πολύ σημαντική υστέρηση σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, όπου, παρά τη σχετική επάρκεια κανόνων, υπάρχει σαφής μη συμμόρφωση των εταιρειών στην εφαρμογή τους, αλλά και έλλειψη επαρκούς ελέγχου από πλευράς πολιτείας, σε αντίθεση με χώρες όπως Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, που σημειώνουν πολύ καλύτερες επιδόσεις. Η κατάταξη βέβαια στην Ελλάδα έχει επηρεαστεί και από πρόσφατα σκάνδαλα μεγάλων εισηγμένων εταιρειών που προκάλεσαν κλυδωνισμούς στους χρηματιστηριακούς δείκτες, με αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική βαθμολόγηση της ελληνικής αγοράς.
Δυστυχώς, στη χώρα μας τα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών δεν είναι επαρκώς πληροφορημένα για τη σημασία των παραπάνω δεικτών. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, αν υιοθετήσουν τη διαδικασία ένταξης στο ESG (εφαρμογή του πρωτοκόλλου ενεργειών, δημοσίευση έκθεσης περί βιώσιμης ανάπτυξης), θα μπορούσαν να στοχεύσουν σε αντίστοιχες με το μέγεθός τους σημαντικές κεφαλαιακές ροές από funds που κινούνται σε αυτό τον χώρο.
Η πρόκληση για τις ελληνικές εταιρείες είναι να προσαρμοστούν σε αυτό το νέο περιβάλλον που ευνοεί τα πιο έξυπνα, καθαρά και υγιεινά προϊόντα και υπηρεσίες και να αφήσουν πίσω τα κατάλοιπα δεκαετιών, όταν η ρύπανση ήταν ελεύθερη, όταν η εργασία ήταν απλώς ένας παράγοντας κόστους και η επιχειρηματική επέκταση με κάθε τίμημα ήταν η επικρατούσα στρατηγική.
** Ο κ. Ηλ. Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών.
* Ο κ. Παν. Αλεξάκης είναι καθηγητής Οικονομικής των Επιχειρήσεων και Αγορών στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ.
Πηγή: Kathimerini.gr