Την Τετάρτη 20/11 στο Free Thinking Zone, το synenteuxis.gr διοργάνωσε μια ανοιχτή εκδήλωση με θέμα “την πολιτική βία και την θεωρία των δύο άκρων”, με χορηγό επικοινωνίας το rp.gr και εισηγητές τους ακαδημαϊκούς καθηγητές Α. Λυμπεράκη (Οικονομικών Πάντειος), Γ. Κατρούγκαλο (Συνταγματικού δικαίου ΔΠΘ), Σ. Τσακυράκη (Συνταγματικού δικαίου Νομική Αθήνας) και Δ. Ψυχογιό (ΜΜΕ Πάντειος). Συντονίστρια της συζήτησης ήταν η ραδιοφωνική παραγωγός στον Αθήνα 9,84 Τζίνα Μοσχολιού.
Το κοινό που συγκεντρώθηκε από νωρίς και κατέκλυσε το χώρο, τίμησε με το πλήθος των ερωτημάτων και τις τοποθετήσεις του προς κάθε κατεύθυνση συμβάλλοντας ιδιαίτερα στην εξαγωγή των παρακάτω συμπερασμάτων από την εκδήλωσή μας αυτή: Καταρχήν, “βία είναι κάθε επενέργεια επί του σώματος χωρίς την θέληση του αντικειμένου της” τίποτα δεν είναι τελικά βία, αν όλα είναι βία” (Σ.Τ.).
Η βία εκδηλώνει “την επιβολή της θέλησης ενός στην θέληση ενός άλλου” (Δ.Ψ.), με αποτέλεσμα “όποιος ασκεί βία να ασκεί εξουσία καταργώντας έτσι την αρχή της ισότητας” (Σ.Τ.). “Αν εγώ λοιπόν εξαναγκαστώ να κάνω κάτι που δεν θέλω, δικαιούμαι να ασκήσω βία; Η απάντηση είναι όχι, διότι έτσι διαταράσσεται η αρχή της κοινωνικής συνύπαρξης” (Σ.Τ.). αλλά, “αν διευρύνουμε διαρκώς την έννοια της βίας, τελικώς όλα είναι βία” (Α.Λ.).
Από την άλλη πλευρά, “καταδικάζοντας την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, καταλήγουμε να υπερασπιζόμαστε την εξουσία. Εξάλλου, το παιδάκι από την Παλαιστίνη που πετά μια πέτρα στο άρμα μάχης των εισβολέων δε μπορεί να καταδικάζεται για άσκηση βίας. Προκύπτει λοιπόν το ζήτημα νομιμότητας-νομιμοποίησης και εδώ, ότι δηλαδή ναι μεν δικαιούμαι π.χ. να ασκήσω βία, αλλά δρω σύμφωνα με την βούληση εκείνου που με νομιμοποιεί;” (Γ.Κ.). “Να συνδεθεί λοιπόν το ζήτημα της βίας με την δημοκρατία: αν δεν είναι καλή η δημοκρατία δικαιούμαι να ασκήσω βία, δηλαδή δικαιούμαι να ασκήσω εξουσία; Όχι, η βία είναι ασύμβατη με την δημοκρατία” (Σ.Τ.) και “για να επιτευχθεί η κοινωνική πρόοδος απαιτείται αυτοσυγκράτηση. Άλλωστε, στα καλύτερα σχολεία του κόσμου, αυτό που διδάσκεται είναι ο εξαναγκασμός, η πειθαρχία, η αντοχή, στα οποία πρέπει να εξασκείται και ο δημοκρατικός πολίτης” (Α.Λ.). “Τι γίνεται, όμως, όταν αυτά που επιβάλλει η εξουσία στην δημοκρατία είναι αντίθετα προς το Σύνταγμα; Ο ίδιος ο Καταστατικός μας Χάρτης ορίζει ρητά ότι υποχρέωση υπακοής των πολιτών υπάρχει μόνο προς το κείμενό του και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό. Συνεπώς, δεν υποχρεούμαστε να υπακούμε στους αντίθετους με το Σύνταγμα νόμους. Ποιος καθορίζει ποιοι νόμοι δεν συμφωνούν με το Σύνταγμα; Τα δικαστήρια. Ωστόσο, όταν ενώ δεν έχουμε άλλη διέξοδο να εκφραστούμε, ταυτόχρονα μπορούμε να διευρύνουμε ένα δικαίωμα σε βάρος της ισχύος της εξουσίας, νομιμοποιούμαστε να καταφύγουμε -πάντα υπό την κρησάρα της αναλογικότητας (=τόση μόνο βία όση χρειάζεται για να αναχαιτιστεί το εμπόδιο στην ελάχιστη εγγύηση δημοκρατίας)- στην βία. Άλλωστε, από τη στιγμή που το Σύνταγμα αναγνωρίζει τον θεσμό του κόμματος διαφοροποιείται από την θέση ότι η βασική λειτουργία στην δημοκρατία είναι μόνο η ψήφος” (Γ.Κ.).
“Η αντίσταση δεν είναι πάντα δικαιολογημένη. Στην Ελλάδα το πλεόνασμα βίας είναι διαχρονικά θέμα κουλτούρας: είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έγινε Εμφύλιος και δικτατορία μετά τον Β’ ΠΠ, που στείλαμε εκστρατευτικό σώμα εκτός ελληνικής επικράτειας στην Κύπρο, που έχουμε διαρκείς καταλήψεις, απεργίες και τέτοιας διάρκειας τρομοκρατικές οργανώσεις στη μεταπολίτευση. Είναι θέμα κουλτούρας τελικά το ότι εδώ κάθε απεργία θεωρείται δικαιολογημένη, το ότι γίνονται τόσες διαδηλώσεις -όχι απλά συγκεντρώσεις- εμποδίζοντας την ζωή ολόκληρης της πρωτεύουσας. Είναι θέμα κουλτούρας ότι οι καθηγητές πληρώνονται κατά την διάρκεια των καταλήψεων ή ότι πιστεύουμε πως δικαιούνται οι δικαστές δυνάμει την αρχής της ισότητας να κάνουν απεργία” (Δ.Ψ.).
Τι κάνουμε λοιπόν στο εδώ και τώρα; “Στην Ελλάδα έχουμε δημοκρατία που λειτουργεί μεν, αφού είδαμε ότι με το κίνημα των Αγανακτισμένων απονομιμοποιήθηκε η Κυβέρνηση Παπανδρέου το 2011 και αυτό δρομολόγησε θεσμικές εξελίξεις και εκλογές. Αλλά, η δημοκρατία δε λειτουργεί ομαλά: Κοινοβούλιο που παρακάμπτεται διαρκώς μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και νόμων με ένα μόνο άρθρο” (Γ.Κ.). “Εκτός από τους κυβερνώντες όμως, ευθύνες έχει και η Αριστερά, γιατί νομίζει πως έχει μια μαγική ιδιότητα να εξαγνίζει τις επιλογές της χωρίς να αναγνωρίζει ότι και αυτή και τα πρόσωπά της φθείρονται” (Σ.Τ.) και μάλιστα “ευθύνεται γιατί κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της όταν λέει ότι οι τρομοκράτες δολοφόνοι ναι μεν δεν είναι δικοί μου, αλλά για τα θύματά τους λυπάμαι λιγότερο απ’ ότι θυμάμαι για τα θύματα του φασιστών. Υπ’ αυτήν την έννοια της διάκρισης μεταξύ των θυμάτων σε αδίκως και μη πεσόντες, έχει βάση και η θεωρία των δύο άκρων” (Δ.Ψ.).
Αν θέλαμε λοιπόν να πούμε ψύχραιμα ότι μέσα από αυτή μας την εκδήλωση προέκυψε ένα σοβαρό συλλογικό συμπέρασμα για τον δημόσιο διάλογο γύρω από την πολιτική βία, αυτό συνοψίζεται στο ότι στην Ελλάδα έχουμε μια δημοκρατία με σοβαρές δυσλειτουργίες μεν, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν καλλιεργεί τις συνθήκες εκείνες που θα καταργούσαν την έκφραση των αναγκών μας και άρα θα κινητοποιούσαν -άνευ παραπλανητικών υπερβολών- μια προβληματική γύρω από το αν δικαιούμαστε να καταφύγουμε στην βία.
Να σημειωθεί ότι όλοι οι εισηγητές έχουν υπάρξει ενεργά μέλη της Αριστεράς σε όλο το φάσμα της ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας αλλά και μεταπολιτευτικά. Περισσότερες πληροφορίες επ’ αυτού μπορείτε να βρείτε στο διαδίκτυο με μια απλή αναζήτηση.
Οι εθελοντικές δράσεις “από καρδιάς” της Mondelez υποστηρίζουν την ΜΚΟ PRAKSIS