Εδώ και μια δεκαετία, η ελληνική εθνική ομάδα στο ποδόσφαιρο είναι φημισμένη για δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι πάντοτε διεκδικεί και σχεδόν πάντα καταφέρνει να είναι παρούσα σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις της FIFA και της UEFA. Και δεύτερον, ότι μόνιμος στόχος της είναι το αποτέλεσμα και όχι το θέαμα.
Έχοντας επιλέξει προπονητές όπως ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος, που στην καριέρα τους ήξεραν καλά να οδηγούν τις ομάδες τους σε νίκες δίχως να ενδιαφέρονται για το κομμάτι της ποιότητας σε παραγωγή ποδοσφαιρικού θεάματος.
Η εθνική έχει μάθει να είναι μια ομάδα που δεν διασκεδάζει το κοινό της, αλλά δεν γίνεται ποτέ η ίδια αντικείμενο «διασκέδασης» για τους αντίπαλούς της.
Αυτή η νοοτροπία υπάρχει, οι ποδοσφαιριστές που ξεχώρισαν από το έπος της Πορτογαλίας και μέχρι τούδε, κάνοντας μεγάλες μεταγραφές στην Ευρωπη, είναι βασικά αμυντικοί ποδοσφαιριστές.
Ο θεατής που πάει να δει ματς της Ελλάδας στο ποδόσφαιρο ξέρει ότι δεν θα απολαύσει το παιχνίδι, αλλά θα γίνει μέρος της προσπάθειάς της για το αποτέλεσμα. Αν είναι Έλληνας συμβιβάζεται με την ιδέα του winning και όχι του entertaining. Αν είναι ουδέτερος, αλλάζει κανάλι ή δεν ξαναπάει στο γήπεδο.
Με τη Σλοβακία η εθνική δεν έκανε φάση. Νίκησε χάρη στο αυτογκόλ. Είχε προφανή σκοπό να μην αφήσει τον αντίπαλο να απειλήσει, το πέτυχε. Ήξερε ότι ένα γκολ θα μπορούσε να το βρει, το βρήκε από το πουθενά.
Με το Λιχτενστάιν είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα κάνει σάκο του μποξ τον αδύναμο αντίπαλο. Θα φροντίσει να νικήσει και θα ασχολείται με το ματς της Βοσνίας στη Λιθουανία, μπας και γίνει κανένα θαύμα απευθείας πρόκρισης.
Λογικά αυτό δε θα συμβεί κι η εθνική θα ετοιμαστεί για τα μπαράζ του Νοέμβρη, ώστε να πάρει με τον τρόπο που ξέρει άλλη μια πρόκριση.
Με αυτόν τον βαρετό τρόπο, αλλά πιο βαρετό είναι να κριτικάρει κανείς διαρκώς κάτι που ολοφάνερα αποτελεί επιλογή αποτελεσματικότητας.
Αυτή είναι εδώ και χρόνια η εθνική, δεν έχει κοροϊδέψει κανέναν. Αντιπαθητική και ενοχλητική για τον θεατή της και τον αντίπαλό της! Ο ένας δεν μπορεί να τη βλέπει κι ο άλλος δεν μπορεί να τη νικήσει!