Οι επιχειρήσεις τροφίμων μπορούν να διακινούν ελεύθερα εντός της ΕΕ ή ενδο-ομιλικά, τα ληγμένα τρόφιμα «περασμένης διατηρησιμότητας», ενώ εναπόκειται στις ίδιες τις επιχειρήσεις να μεριμνήσουν για την ασφάλεια των τροφίμων αυτών…
Αυτό προκύπτει από απάντηση του ευρωπαίου Επίτροπου για θέματα Υγείας και Προστασίας των καταναλωτών, Tonio Borg, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να επιτρέψει από την 1η Σεπτέμβρη τη διάθεση τροφίμων «περασμένης διατηρησιμότητας».
Η απάντηση του Επιτρόπου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συζήτηση που έχει ανοίξει για το θέμα αυτό.
Λέει λοιπόν, ο Επίτροπος ότι τα προσυσκευασμένα τρόφιμα, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, πρέπει να φέρουν την ημερομηνία ελάχιστης διάρκειας (ημερομηνία “ανάλωση κατά προτίμηση πριν από”) ή την ημερομηνία “ανάλωση έως”. Η ημερομηνία “ανάλωση κατά προτίμηση πριν από” δείχνει την ημερομηνία έως την οποία το τρόφιμο διατηρεί την προσδοκώμενη ποιότητα του.
Η υπάρχουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία διευκρινίζει ότι η ημερομηνία “ανάλωση κατά προτίμηση πριν από” πρέπει να αντικατασταθεί από την ημερομηνία “ανάλωση έως” όταν, μικροβιολογικώς, κάποιο τρόφιμο είναι εξαιρετικά αλλοιώσιμο και ενδέχεται επομένως μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα να αποτελέσει άμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 και το άρθρο 19 του κανονισμού 178/2002, οι υπεύθυνοι επιχείρησης τροφίμων πρέπει να διασφαλίσουν ότι η προμήθεια τροφίμων είναι ασφαλής.
Εναπόκειται επίσης στην ευθύνη τους να αποφασίσουν αν ένα προϊόν πρέπει να φέρει την ετικέτα για ημερομηνία “ανάλωση έως”.
Πρόσφατα, η Επιτροπή ενημερώθηκε για το ελληνικό μέτρο που απαιτούσε τα τρόφιμα πέραν της ημερομηνίας “ανάλωση κατά προτίμηση πριν από” και όχι τα τρόφιμα με ληγμένες ημερομηνίες “ανάλωση έως”, να τοποθετούνται σε χωριστά ράφια σε επίπεδο λιανικής σε μειωμένες τιμές.
Πέραν των ειδικών νομοθετικών διατάξεων, όπως στην περίπτωση των αυγών για άμεση κατανάλωσή τους από τον άνθρωπο, η εμπορία των τροφίμων μετά τη λήξη της ημερομηνίας τους ελάχιστης διατηρησιμότητας δεν απαγορεύεται από τη νομοθεσία της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω τρόφιμα εξακολουθούν να είναι ασφαλή και η παρουσίασή τους δεν είναι παραπλανητική.
Η Επιτροπή δεν γνωρίζει την ύπαρξη παρόμοιου ρυθμιστικού πλαισίου σε άλλα κράτη μέλη.