Του Γ. Βοσκόπουλου, Αναπληρωτή Καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Οι επιλογές στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής προσδιορίζουν το ρόλο μίας χώρας σε μία διευρυμένη και δομικά πολύπλοκη χωροταξία δράσης σε ένα άναρχο περιβάλλον. Οι επιλογές αυτές αξιολογούνται από τρίτους δρώντες και αξιοποιούνται αρνητικά ή θετικά.
Μετά τον εφήμερο θρίαμβο του και τη λογική των «μηδενικών προβλημάτων» ο Τ. Ερντογάν «κατάφερε» ένα διττό πλήγμα στην εικόνα του στο εσωτερικό αλλά και σε αυτή της Τουρκίας προς τα έξω.
Στο πρώτο επίπεδο τα γεγονότα στο πάρκο Γκέζι κατέδειξαν την αδυναμία του να αξιολογήσει ορθολογικά με αυτοσυγκράτηση τις εσωτερικές πιέσεις από ένα μέρος της τουρκικής κοινωνίας. Αυτό έθεσε υπό αμφισβήτηση την πρωτοκαθεδρία του. Όπως εύστοχα έγραψε ένας αρθρογράφος της Ζαμάν «πυροβόλησε τα πόδια του».
Στο εξωτερικό επέλεξε ένα δρόμο μοναχικό όσον αφορά το ρόλο της χώρας του. Στη περίπτωση της Αιγύπτου επέλεξε μία αλλοπρόσαλλη πολιτική που τον εξέθεσε. Με τις επιλογές του απώλεσε σημαντικά ερείσματα, αφού απέκοψε επί της ουσίας τις σχέσεις του με την στρατιωτική ηγεσία της Αιγύπτου, προσδιοριστικό παράγοντα των δρώμενων στη χώρα. «Δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στον Ασσαντ και τον Α. Φ. Αλ Σισι (επικεφαλής του Αιγυπτιακού Στρατού) δήλωσε εμφατικά και άκριτα πριν λίγες μέρες. Προσδιόρισε μάλιστα την επέμβαση του Αιγυπτιακού Στρατού ως «κρατική τρομοκρατία» μη λαμβάνοντας υπόψη του τρεις παραμέτρους. Πρώτον, ότι σε περιόδους ρευστότητας η ηγεσία οφείλει να αξιολογεί με σωφροσύνη. Δεύτερον ότι η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται με βάση την όποια συναισθηματική παρόρμηση. Τρίτον, ότι η αντίληψη του περί δημοκρατίας δεν αποτελούσε και δεν ταυτίζεται με τον επιθυμητό στόχο ισχυρών εξωσυστημικών παραγόντων που δίνουν προτεραιότητα στη σταθερότητα. Λειτουργικά η λογική αυτών των δυνάμεων μπορεί να περιγραφεί από τον όρο «ιδεαλισμός με κριτήρια ασφάλειας» (securitized idealism)[1]. Με αυτόν τον τρόπο αποδόμησε με συνοπτικές διαδικασίες ότι οικοδομούσε τα τελευταία χρόνια.
Στη Μέση Ανατολή ακύρωσε επί της ουσίας τη φιλοδοξία του να λειτουργήσει ως αξιόπιστος διαμεσολαβητής μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραήλ. Η προσέγγιση με το Ισραήλ απεδείχθη εφήμερη, αφού η ρητορική του στοχοποίησε το Τελ Αβίβ αναδεικνύοντας τις αδυναμίες του εγχειρήματος σύμπραξης και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Ιστορικά και στρατηγικά μία τέτοια σύμπραξη θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο με τη παρέμβαση των ΗΠΑ, όπερ και εγένετο. Ωστόσο η πολυμέτωπη επίθεση κατά του Ισραήλ τον εξέθεσε στην αμερικανική διπλωματία ενισχύοντας το ρόλο της Ελλάδας και της Κύπρου στην προσέγγιση του Ισραήλ. Επί της ουσίας ο Τ. Ερντογάν έκανε ένα δώρο στην χειμαζόμενη ελληνική διπλωματία.
Η τουρκική διπλωματία διαπράττει συνεχή λάθη υπό το βάρος αξιολογητικών διαβημάτων που προκύπτουν από ιδεαλιστικές προσεγγίσεις και ιστορικά στερεότυπα. Με αυτόν τον τρόπο χάνει ερείσματα σε Μέση Ανατολή, Ευρώπη και ΗΠΑ. Τα λάθη αυτά θα πρέπει να έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα για την ελληνική διπλωματία, η οποία επί μακρόν αντιμετωπίζει ζητήματα διεθνούς πολιτικής μέσα από το στρεβλωτικό πρίσμα του ιδεαλισμού που την οδηγεί στην απομόνωση.
[1] Τον όρο χρησιμοποίησα για πρώτη φορά σε συνέδριο για την Αραβική Άνοιξη τον Δεκέμβριο του 2012 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναπτύσσω εκτενώς σε άρθρο που θα δημοσιευτεί σε ακαδημαϊκό περιοδικό.