Το κάπνισμα τσιγάρων ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών νοσημάτων, όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα.
Η παρούσα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο “Psychological Medicine” και διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ επιχείρησε να διερευνήσει τη σχέση του καπνίσματος με ευρέως διαδεδομένες ψυχικές νόσους, όπως είναι η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η συγκεκριμένη μελέτη δεν αναδεικνύει σχέσεις αιτιότητας και επομένως δε θα μπορούσαμε να αποφανθούμε αν το κάπνισμα καθαυτό προκαλεί αύξηση του κινδύνου παρουσίασης αυτών των ψυχικών ασθενειών ή αν αυτό αποτελεί ένα μέσο “αυτοθεραπείας” εκείνων που βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοιου τύπου προβλήματα.
Η Ρόμπιν Γούτον, επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, υπογράμμισε ότι, αν και οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην σωματική υγεία των ανθρώπων είναι ήδη γνωστές, η συγκεκριμένη έρευνα προσθέτει τη σημασία της αποφυγής (ή διακοπής) του καπνίσματος και για την προστασία της ψυχικής τους υγείας – είτε πρόκειται για άτομα που ήδη πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο είτε όχι.
Η ερευνητική ομάδα επικεντρώθηκε σε 378 γενετικές μεταλλάξεις οι οποίες έχουν σε προηγούμενες έρευνες συνδεθεί με το κάπνισμα και 126 γενετικές μεταλλάξεις που θεωρείται ότι σχετίζονται με το επίπεδο καπνίσματος κατά τη διάρκεια της ζωής -η μέτρηση αυτή περιλάμβανε το πόσο πολύ κάπνιζαν οι συμμετέχοντες, για πόσο καιρό και αν το είχαν σταματήσει. Στην προσπάθειά τους να μελετήσουν τη σχέση του καπνίσματος με τις ψυχικές νόσους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από δύο μεγάλες βάσεις δεδομένων, μια που περιλάμβανε χιλιάδες άτομα με σχιζοφρένεια και μια με χιλιάδες άτομα με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Διαπιστώθηκε ότι τόσο η ίδια η έναρξη της συνήθειας όσο και τα υψηλά επίπεδα χρήσης συνδέθηκαν με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης και σχιζοφρένειας. Για παράδειγμα, ένα άτομο που κάπνιζε περίπου 20 τσιγάρα τη μέρα για 15 χρόνια αλλά στη συνέχεια δεν κάπνιζε για 17 χρόνια διέτρεχε διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης σχιζοφρένειας και σχεδόν διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης συγκριτικά με κάποιον που δεν είχε καπνίσει ποτέ. Φάνηκε και το αντίστροφο, ότι δηλαδή αυτοί που παρουσίαζαν κάποια γενετική προδιάθεση εμφάνισης κατάθλιψης ή σχιζοφρένειας κάπνιζαν περισσότερο αλλά η επίδραση αυτή ήταν πολύ μικρότερη.
Η Γούτον, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει τα παρόντα ευρήματα, υποθέτει ότι η νικοτίνη που περιέχουν τα τσιγάρα επηρεάζουν τις νευρικές οδούς του εγκεφάλου που συνδέονται με τις ψυχικές νόσους. Η υπόθεση αυτή έχει μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι νικοτίνη περιλαμβάνεται και στα ηλεκτρονικά τσιγάρα.
Η χρήση κάνναβης μπορεί επίσης να νοηματοδοτεί τα αποτελέσματα της μελέτης. Έχει βρεθεί ότι η χρήση κάνναβης αυξάνει τον κίνδυνο ψυχικών νοσημάτων και παράλληλα αυτοί που καπνίζουν είναι πιο πιθανό να κάνουν και χρήση κάνναβης.
Ο δρ Ίαν Χάμιλτον, ειδικός στις εξαρτήσεις και την ψυχική υγεία από το Πανεπιστήμιο του Γιορκ, τόνισε ότι μέχρι τώρα ήταν γνωστές οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην σωματική μας υγεία, ενώ η συγκεκριμένη μελέτη αναδεικνύει τις ψυχικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η συνήθεια.
Ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη ευαισθητοποίησης της κοινωνίας σχετικά με το κάπνισμα, ιδιαίτερα μάλιστα τα παιδιά σχολικής ηλικίας που μπορεί να μπαίνουν στον πειρασμό να το δοκιμάσουν.