Του Γιάννη Αγγελίδη
Από τότε που ξεκίνησε η οικονομική κρίση στην Πατρίδα μας ξεκίνησαν και οι τράπεζες να κλείνουν τις στρόφιγγες της ρευστότητας στην αγορά, με ότι αυτό συνεπαγόταν.
Και από εκεί που πέρναγες έξω από την τράπεζα και έβγαινε ένα χέρι σε βούταγε και σε λίγο έβγαινες με 3 πιστωτικές κάρτες (που μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ενημερωνόσουν τηλεφωνικά ή με επιστολή ότι “επειδή ήσουν υπόδειγμα πελάτη” εγκρίθηκε η αύξηση -που δεν ζήτησες ποτέ- του πιστωτικού σου ορίου κατά…) και εσύ ενθουσιασμένος, βέβαια, έτρεχες στο πρώτο πολυκατάστημα (του τσάμπα η μάνα ζούσε από τότε) να πάρεις την 4η τηλεόραση και βέβαια με χαρά ανακοίνωνες στην κυρά σου ότι “πήραμε επιτέλους το grand tseroki να μπορούμε να πηγαίνουμε άνετα στο Ανω Κορακοχώρι να βλέπουμε την μάνα σ’- μας έβγαινε απ’ την χαρά και η ντοπιολαλιά μας”.
Πήγαινες να πάρεις στεγαστικό δάνειο 100.000 euro και έφευγες με 150.000 συν 50.000 επισκευαστικό.
Ζητούσε η επιχείρηση να πάρει δάνειο και έφευγε με 3 χωρίς αξιόλογες εγγυήσεις, τα πλαφόν των επιταγών (συνήθως εξυπηρέτησης) στα ουράνια ευθέως ανάλογες με τα bonus των διευθυντών και προϊσταμένων χορηγήσεων των τραπεζών.
Αποτέλεσμα;
Οι τράπεζες διαβλέποντας την καταστροφή που έρχεται όσον αφορά την εξυπηρέτηση των δανείων που οι ίδιες έδιναν –φορτικά ενίοτε– κατέβασαν ρολά στον τομέα των δανείων.
Ο φόβος των τραπεζών ήταν τέτοιος που δεν ξεχώρισε την ήρα απ’ το σιτάρι και το κλείσιμο της κάνουλας έπεσε σαν κεραυνός επί δικαίων και αδίκων και στον απλό πολίτη και στις εταιρείες, και στον καλοπληρωτή και στον «μπαταχτσή».
“Στέγνωσε η αγορά” ακούμε μήνες τώρα, ότι είχαν στην άκρη όλοι έγινε φύλο και φτερό, το «λίπος» όχι απλώς κάηκε αλλά άρχισε από καιρό ο κόσμος να τσουρουφλίζεται.
Ασφυξία…
Και ήρθε η πολυπόθητη ανακεφαλαίωση των τραπεζών (με τα δικά μας πάντοτε λεφτούλια) και η αγορά πήγε να πάρει ανάσα, να πάρει τα πάνω της.
Υπέθεσε η πτωχή ότι αφού οι τράπεζες απέκτησαν πάλι ρευστότητα, τότε σαν φυσική συνέπεια θα έρθει το χρήμα σιγά σιγά στην υγιή τουλάχιστον αγορά, να μπορέσει να κινηθεί, να μπορέσει να παράγει, να έρθει επιτέλους Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ.
Σιγά μη γινόταν κάτι τέτοιο.
Το τι πρέπει να γίνει όπως χρήμα στις υγιείς επιχειρήσεις για ανάπτυξη –όσες υπάρχουν ακόμα εν Ελλάδι– ρυθμίσεις δανείων ατομικών και επιχειρησιακών και άλλα πολλά που σαφώς καλλίτερα από εμένα γνωρίζουν οι οικονομολόγοι με το τι στ’ αλήθεια συμβαίνει στην ζώσα πραγματικότητα της αγοράς δεν έχει καμία σχέση.
Ο λόγος;
Οι πάντες φοβούνται να βάλουν πλέον την υπογραφή τους.
Με όλη την βρώμα που αναδύεται με την βοήθεια -αργά μεν αλλά σταθερά– της δικαστικής εξουσίας και με την δεδηλωμένη μέχρι τώρα τουλάχιστον πολιτική βούληση για μη συγκάλυψη και άρα «όλα στο φως» όλοι όσοι έχουν δικαίωμα υπογραφής για έγκριση αποταμίευσης έστω και ενός (1 αριθμητικά) euro κιοτεύουν, τρέμουν μην χρεωθούν την απόφαση τους.
Από την μία άκρη στην άλλη είναι τούτος ο τόπος.
Χώρα των άκρων…
Ρώτησαν κάποτε έναν γάϊδαρο τον κυρ-Μέντιο:
Για πες μας κυρ-Μέντιε, εσύ τι προτιμάς, τον ανήφορο ή τον κατήφορο;
Τους κοίταξε με απορία ο κυρ-Μέντιος και απάντησε:
Γιατί ρε παιδιά, χάθηκε ο ίσιος δρόμος;
Ρε παιδιά, εσείς οι υπογράφοντες, χάθηκε ο ίσιος δρόμος.