Το Συμβούλιο των Κρατών Μελών της ΕΕ, εξ ονόματος της ΕΕ, εξέδωσε σήμερα με γραπτή διαδικασία την απόφαση για τη σύναψη της Συμφωνίας Αποχώρησης με το Ηνωμένο Βασίλειο, σε συνέχεια της ψηφοφορίας έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που έλαβε χώρα στις 29 Ιανουαρίου και της υπογραφής της συμφωνίας αποχώρησης από την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου.
Η συμφωνία αποχώρησης θα τεθεί σε ισχύ μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου 2020 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης). Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα είναι πλέον κράτος μέλος της ΕΕ και θα θεωρείται τρίτη χώρα.
Η συμφωνία αποχώρησης διασφαλίζει την εύτακτη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση. Καλύπτει τα δικαιώματα των πολιτών, τον δημοσιονομικό διακανονισμό, τη μεταβατική περίοδο, τα πρωτόκολλα για την Ιρλανδία/Βόρεια Ιρλανδία, την Κύπρο και το Γιβραλτάρ, τη διακυβέρνηση και άλλα ζητήματα που άπτονται της αποχώρησης.
Σε ό,τι αφορά τη μεταβατική περίοδο υπενθυμίζεται πως η έναρξη ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης σηματοδοτεί τη λήξη της περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 50 της ΣΕΕ και την έναρξη μεταβατικής περιόδου έως την 31η Δεκεμβρίου 2020. Αυτή η μεταβατική περίοδος, που προβλέπεται στη συμφωνία αποχώρησης, έχει ως στόχο να παράσχει περισσότερο χρόνο στους πολίτες και στις επιχειρήσεις προκειμένου να προσαρμοστούν.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να εφαρμόζει το ενωσιακό δίκαιο, αλλά δεν θα εκπροσωπείται πλέον στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η μεταβατική περίοδος μπορεί να παραταθεί μία φορά για περίοδο ενός ή δύο ετών, εφόσον συμφωνήσουν σχετικά και οι δύο πλευρές πριν από την 1η Ιουλίου 2020.
Οι διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική εταιρική σχέση μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου θα αρχίσουν μόλις το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει από την ΕΕ. Το πλαίσιο αυτής της μελλοντικής σχέσης καθορίστηκε στην πολιτική διακήρυξη που συμφώνησαν οι δύο πλευρές τον Οκτώβριο του 2019, υπενθυμίζει το Συμβούλιο.
ΑΠΕ-ΜΠΕ