Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Έχω πολλές φορές την αίσθηση ότι οι περισσότεροι βλέπουν τους δημοσιογράφους ως κάποιου είδους υπερήρωες, ανάλογα φυσικά με τις πολιτικές προσλαμβάνουσες του καθενός. Έτσι, πολλοί είναι εκείνοι που θα περίμεναν ενδεχομένως οι δημοσιογράφοι να βγαίνουν και να τα λένε «χύμα» ή να εξωτερικεύουν πλήρως τα συναισθήματά τους. Παραδείγματος χάριν, όταν αισθάνονται ότι η κυβέρνηση είναι άθλια, να το λένε, χωρίς δεύτερες σκέψεις.
Και κάπου εδώ έρχεται η πραγματικότητα να χαλάσει μια ωραία φαντασίωση. Προφανώς, ο δημοσιογράφος πρέπει και να μεταδίδει πραγματικά γεγονότα στο ρεπορτάζ και να λέει την άποψή του με παρρησία. Πρέπει, όμως, να κάνει αυτές τις δεύτερες σκέψεις που πολλοί ορμητικοί βλέπουν ως «χαλινάρι». Γιατί, ένας δημοσιογράφος δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό του. Δεν έχει ένα προσωπικό blog, όπου γράφει ό,τι θέλει, χωρίς φειδώ. Εκπροσωπεί ένα Μέσο, ένα κανάλι, ένα ραδιόφωνο, μια εφημερίδα, ένα site. Και, καλώς ή κακώς, οφείλει να κάνει αυτή τη δεύτερη σκέψη και να φιλτράρει τον αυθορμητισμό του.
Με αφορμή την απόλυση του Κωνσταντίνου Μπογδάνου από τον ΣΚΑΪ, έχουν εμφανιστεί πολλοι και υποδεικνύουν πώς πρέπει να ασκείται το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Ψάχνω επί μακρόν να βρω έναν τρόπο να γράψω την άποψή μου, χωρίς να ακουστώ συντεχνιακός, αλλά, ομολογουμένως, το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» (μεταφορικά εδώ) μου είναι εξαιρετικά αδιάφορο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το λαμβάνω καν υπ’ όψιν. ΄
Για ποιο πράγμα απολύθηκε ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος; Γιατί είπε πως πρώην σύντροφοι του Αλέξη Τσίπρα έστειλαν τον φάκελο-βομβα στον Λουκά Παπαδήμο. Επειδή τον άκουσα την ώρα που το έλεγε στην τηλεόραση, φαντάστηκα ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα αντιδρούσε έντονα. Και, οφείλω να ομολογήσω, όχι άδικα. Γνώμη του, βεβαίως, αλλά και δικαίωμα του Μαξίμου να αντιδρά, όταν υπονοείται ότι ο πρωθυπουργός της χώρας είχε συντρόφους τρομοκράτες. Διότι, αν αντιστρέψει κανείς τον συλλογισμό, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι, όταν οι σύντροφοι ήταν εν ενεργεία, τότε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ήταν συμπαθών ως προς τις τρομοκρατικές ενέργειες. Λες, λοιπόν, κάτι σκληρό. Το ζήτημα δεν είναι, όμως, μόνο ποια είναι η άποψή σου, αλλά και ποια είναι η άποψη του σταθμού που τη φιλοξενεί στη συχνότητά του.
Ένα πράγμα που έμαθα στα λίγα χρόνια μου στη δουλειά είναι ότι άλλη είναι η κουβέντα που γίνεται σε μια καφετέρια, σε ένα μπαρ ή απλά πριβέ και άλλη η συζήτηση που γίνεται δημοσίως, μπροστά στις κάμερες, στο μικρόφωνο ή σε ένα γραπτό. Απλώς, η ραγδαία αύξηση της επιρροής των social media κατήργησε κάθε είδους δεοντολογία και αυτό επεκτείνεται, εν είδει αντανάκλασης, και στον δημόσιο λόγο. Δουλειά του δημοσιογράφου, συνεπώς, είναι, ακόμα και όταν λέει την άποψή του και όχι ρεπορτάζ, αφενός να στηρίζει με στοιχεία αυτό που λέει και αφετέρου να λαμβάνει υπ’ όψιν το περιβάλλον που το λέει. Ο τηλεοπτικός αέρας, συνεπώς, δεν είναι το μπαλκόνι του σπιτιού μας.
Εδώ και δύο μέρες, τα social media έχουν διχαστεί: από τη μία χοντρή και προσωπική καζούρα στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο-κανονικό κάφρισμα δηλαδή-και από την άλλη λυσσαλέα υπεράσπιση, με προβολή των «εκλεκτικών συγγενειών» του Μεγάρου Μαξίμου με τρομοκράτες. Απλώς, προσέξτε, η γλώσσα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι μερικές λέξεις ή η σειρά τους φτάνουν για να αλλάξουν ένα νόημα. Έτσι, είναι άλλο να λες ότι «πρώην σύντροφοι του πρωθυπουργού έβαλαν τη βόμβα στον Παπαδήμο» και άλλο να λες ότι «στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν πάει ως μάρτυρες στη δίκη της 17Ν και δεν διεγράφησαν». Να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), έχει δείξει ανοχή απέναντι σε ανθρώπους που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση ή ήταν στον αντιεξουσιαστικό χώρο; Να το πούμε, γιατί έγινε. Αλλά να πούμε ότι ο πρωθυπουργός είχε πρώην συντρόφους που βάζουν βόμβες; Αν μπορούμε να το στηρίξουμε, αν όντως έγινε, να το πούμε. Αλλά, αν δεν μπορούμε, τότε υπάρχουν συνέπειες.
Στη χώρα υπάρχει μια τεράστια απώλεια ψυχραιμίας. Και μαζί με την ψυχραιμία, το ρέμα παρασύρει και ορισμένες σταθερές, όπως, ας πούμε, το πώς πρέπει να κάνει ένας δημοσιογράφος τη δουλειά του. Όλοι ξέρουν, όλοι έχουν μια άποψη, όλοι έχουν πρότερη εμπειρία. Ελάχιστοι, όμως, εκ των δημοσιολογούντων βρέθηκαν να εργάζονται στα ΜΜΕ, να έχουν δηλαδή μισθωτή σχέση με κάποιο μέσο και να πρέπει να τηρούν μια στοιχειώδη δεοντολογία. Έχουμε αποκτήσει 11.000.000 δημοσιογράφους. Από εκεί ξεκινούν πολλά προβλήματα, όπως, επί παραδείγματι, η αδυναμία διάκρισης του τι λέγεται στον αέρα και τι όχι. Και, δυστυχώς, οι πληγές που έχουν ανοίξει στον τρόπο που γίνεται ο δημόσιος διάλογος αυτά τα χρόνια είναι πολύ βαθύτερες από τις συνέπειες της κρίσης per se.
Υ.Γ. Ειλικρινά, εύχομαι τα καλύτερα στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Δεν συμφωνώ καθόλου με αυτό που είπε, αλλά είναι ένας εύστροφος και έντιμος δημοσιογράφος που ξέρει και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Και αυτό είναι ένα μεγάλο προσόν. Συνεπώς, έχω την εδραία πεποίθηση ότι δεν θα χαθεί.