Του Ιπποκράτη Χατζηαγγελίδη*
Στο άρθρο μου «Η Συνταγματική Αναθεώρηση πρέπει να είναι Ριζική» της προηγούμενης Πέμπτης, αναφέρθηκα στην περίοδο και τις συνθήκες υιοθετήσεως του σημερινού Συντάγματος, το οποίο μάθαμε να το αποκαλούμε «Σύνταγμα του 1975», επειδή τότε ψηφίσθηκε και δημοσιεύθηκε, όμως το περιεχόμενό του, κυρίως ως προς τη μορφή του πολιτεύματος, είχε ήδη κριθεί από το 1974, μάλιστα πριν καν το δημοψήφισμα για τη βασιλεία.
Επειδή θεωρώ ότι σήμερα, 39 ακριβώς χρόνια μετά τους μοιραίους Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1974, σε ένα σπάνιο πολιτικο-ιστορικό déjà vu, το κλειδί των εξελίξεων του μέλλοντος της χώρας είναι ακριβώς το ίδιο, δηλαδή ένα νέο σύνταγμα και η αλλαγή του πολιτειακού συστήματος, παρουσιάζω στο σημερινό άρθρο όλο το παρασκήνιο εκείνων των ημερών, όπως το ανασυνέθεσα συγκεντρώνοντας και διασταυρώνοντας πληροφορίες από ανθρώπους που συμμετείχαν στις παρασκηνιακές συζητήσεις και διεργασίες. Και σήμερα υπάρχουν ανάλογες διεργασίες, λιγότερο ή περισσότερο φανερές. Οι εποχές έχουν αλλάξει και τα μέσα πληροφόρησης είναι πολύ περισσότερα, όμως, δυστυχώς, είναι πολύ χαμηλότερο το επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης και την έντονη πολιτικοποίηση του 1974 έχουν αντικαταστήσει η απάθεια, η αποχή και η αδιαφορία. Η διαφορά είναι ότι σήμερα ξέρουμε τι συνέβη, ξέρουμε ποια λάθη δεν πρέπει να επαναλάβουμε. Πλέον, έχει καταστεί σαφές ότι η κρίση δεν είναι μόνον οικονομική, είναι κυρίως πολιτική και πολιτισμική. Πολιτική, γιατί απέτυχαν οι θεσμοί μας, δεν υπήρξαν δικλείδες ασφαλείας, που να εξασφαλίζουν την καλή τους λειτουργία. Πολιτισμική, γιατί η κοινωνία αποδέχθηκε -σιωπηλώς- την παραπλάνηση, τη διαφθορά και την συνδιαλλαγή, δεν προστάτευσε τους θεσμούς και ανέχθηκε την κακή τους λειτουργία. Απείχε από την πολιτική με αποτέλεσμα να καταστεί εύκολη η επικράτηση των «επαγγελματιών της πολιτικής» και η συνταύτισή τους με κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και χρηματοπιστωτικούς παράγοντες.
Χρειαζόμαστε ένα ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ, τους θεσμούς και τα όργανα του οποίου περιέγραψα σαφώς στο άρθρο της προηγούμενης Παρασκευής με την ελπίδα να συμβάλλω στην έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου που θα τεθεί στο κέντρο της πολιτικής ζωής και δεν θα περιορισθεί μεταξύ περιθωριακών ομάδων ιδεοληπτικών, ουτοπιστών και ανεδαφικών προτάσεων. Σε αυτό το διάλογο πρέπει να συμμετάσχουμε όλοι μας, ουδείς έχει δικαίωμα να απέχει και πρωτίστως όσοι θέλουν να πιστεύουν ότι εκπροσωπούν την «κοινωνία των πολιτών», η οποία δεν μπορεί παρά να έχει στο επίκεντρό της τα πολιτικά προτάγματα, τα σημαντικά ζητήματα για το μέλλον της χώρας και όχι άκαιρα και δευτερεύοντα θέματα, τα οποία μόνο αποπροσανατολισμό και κοινωνική διάσπαση προκαλούν. Οι Έλληνες πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να εκφράσουν την άποψή τους για το σύστημα διακυβερνήσεως της χώρας με μόνο κριτήριο το εθνικό μας συμφέρον. Αυτή είναι και η μόνη οδός εξόδου από την καθολική κρίση!
Οι πολιτικές δυνάμεις το 1974.
Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας εκατοντάδες Ελλήνων αντιστάθηκαν με όποιον τρόπο έκρινε καθ’ ένας προσφορότερο. Κάποιοι επέλεξαν δυναμικές ενέργειες, αλλά με μηδαμινά αποτελέσματα πέραν του συμβολισμού των πράξεων, άλλοι προτίμησαν την ανάπτυξη πολιτικής δράσεως. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος έφεραν προσωπικότητες αλλά και απλοί άνθρωποι του μεσαίου αστικού χώρου.
– Η συμμετοχή της αριστεράς ήταν πολύ περιορισμένη, τόσο λόγω των εσωτερικών της προβλημάτων (διάσπαση του 1968) και της αποδιαρθρώσεως του μηχανισμού της από τις συλλήψεις και εξορίες όσο και λόγω των -αποδεδειγμένων- σημαντικών υπογείων σχέσεων του καθεστώτος με τον Ανατολικό Συνασπισμό ενώ το Π.Α.Κ. του Α. Παπανδρέου περιορίσθηκε σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε χώρες του εξωτερικού με έντονη ελληνική παρουσία.
– Περισσότερο διακρίθηκε η Δημοκρατική Άμυνα των Γεώργιου Α. Μαγκάκη – Χαράλαμπου Πρωτόπαππα – Σάκη Καράγιωργα, με αρκετές δυναμικές ενέργειες, γεγονός που οδήγησε δεκάδες εξ’ αυτών σε βαριές καταδίκες από τα στρατοδικεία.
– Το κύριο βάρος της πολιτικής δράσεως έφερε η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (Ε.Μ.Ε.Π.) των Πεσμαζόγλου – Τσουδερού – Τσάτσου – στρ. Ιορδανίδη – Αλαβάνου, πλαισιούμενων από πληθώρα ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών αλλά και της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Δίπλα τους η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (Ε.ΚΙ.Ν.), η οποία υποκίνησε τους φοιτητές κατά της χούντας μέσω των Συλλόγων που δημιούργησε.
Η πτώση της χούντας ανέδειξε τις νέες πολιτικές δυνάμεις, ωθώντας σχεδόν το σύνολο των προσώπων και οργανώσεων του αστικού χώρου που είχαν αντισταθεί στην χούντα να σχηματίσουν την Κίνηση των Νέων Πολιτικών Δυνάμεων (Κ.Ν.Π.Δ.), με σαφώς φιλο-ευρωπαϊκό προσανατολισμό και κύριο στόχο τον γρήγορο μετασχηματισμό της χώρας και των δομών της ώστε να ενταχθεί στην τότε Ε.Ο.Κ. το ταχύτερο δυνατόν. Η Κ.Ν.Π.Δ. ήταν η πρώτη που συγκροτήθηκε ήδη με την πτώση της δικτατορίας, για να λάβει, όμως, τυπική μορφή κόμματος μόλις την 26η Σεπτεμβρίου. Αιτία της καθυστερήσεως ήταν η συμμετοχή των ηγετικών μελών της Κ.Ν.Π.Δ. στις κορυφαίες θέσεις της κυβερνήσεως εθνικής ενότητος, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ήδη την 3η Σεπτεμβρίου είχε ιδρυθεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Την Κ.Ν.Π.Δ. (που γρήγορα απέκτησε το παρατσούκλι ΚουΝουΠίΔι!!!) υποδέχθηκε με ενθουσιασμό το εκσυγχρονιστικό κίνημα και ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει ο τόπος εντάχθηκε σε αυτήν. Ονόματα όπως του Λάκη Κουρούκλη (Αθήνα), Θεοχάρη Μαναβή (Θεσσαλονίκη), Πέτρου Φιλιππίδη (Βόλος), Αναστασίας Μπάγκα και Γιώργου Μυλωνά (Ιωάννινα), Χιονίδη (Βέρροια), Ιωάννη Καραγιάννη (Ρόδος), Ιωάννη Παπαδόπουλου (Έβρος), Φοίβου Ιωαννίδη (Ηράκλειο), Νίκου Αργυρόπουλου (Φθιώτιδα), Θεόδωρου Αναγνωστόπουλου (Καρδίτσα) είναι χαρακτηριστικά. Ταυτοχρόνως δημιουργήθηκε οργάνωση νεολαίας με το όνομα Ε.ΣΟ.Ν. -μετέπειτα Ε.Σ.ΔΗ.Ν.- η οποία συγκέντρωσε τις φοιτητικές δυνάμεις του μεσαίου χώρου, έχοντας απέναντί της μόνο τον Ρήγα Φεραίο του ΚΚΕ εσ.
Το αληθινό σύνταγμα του 1974, το Κέντρο και οι μοιραίοι άνθρωποι…
Παρά την ίδρυση της Ν.Δ., ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επηρεασμένος από το γκωλικό σύστημα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, στόχευε στη δημιουργία του Μετώπου των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντι στον καιροσκόπο και λαϊκιστή Α. Παπανδρέου και στην Αριστερά. Ο τρόπος για να το πετύχει ήταν να εφαρμόσει και στην Ελλάδα ένα προεδρικό σύστημα διακυβερνήσεως, οι ισχυρές δομές του οποίου θα μπορούσαν να ανατάξουν γρήγορα τη χώρα και να την επαναφέρουν στην πορεία ανάπτυξης και σύγκλισης με την Ευρώπη. Με κάθε μυστικότητα, διεξήχθη σειρά συνομιλιών για τη συγκρότηση του μετώπου, αλλά γρήγορα προσέκρουσαν στην πολυφωνία που υπήρχε εντός της Κ.Ν.Π.Δ. και στις προσωπικές διαφορές των Γιάγκου Πεσμαζόγλου και Γ. Α. Μαγκάκη. Μετά από έντονες εσωτερικές συζητήσεις και διαμάχες απερρίφθη η πρόταση Καραμανλή και έτσι κατέστη απαγορευτική η επιλογή του προεδρικού πολιτειακού συστήματος, τραγικό λάθος τις συνέπειες του οποίου πληρώνει σήμερα η χώρα .
Ακολούθησε ένα δεύτερο τραγικό λάθος, το οποίο αποτέλεσε την απαρχή διαλύσεως του κέντρου και την ταφόπλακα κάθε αληθινής εκσυγχρονιστικής προσπάθειας: αντί της αυτόνομης καθόδου της Κ.Ν.Π.Δ. στις εκλογές, επελέχθη η συνεργασία με τους παλαιοκομματικούς της Ε.Κ. (όσους δεν είχαν αποστατήσει το 1965) που είχαν συνασπισθεί γύρω από τον Γεώργιο Μαύρο. Στην απόφαση αυτή, όπως και -πρωτίστως- στην απόρριψη της προτάσεως Καραμανλή, καθοριστικό και κρίσιμο ρόλο έπαιξε ο Σάκης Πεπονής, ο οποίος επηρέαζε την ηγεσία της Κ.Ν.Π.Δ., κυρίως τους Δ. Τσάτσο & Γ. Α. Μαγκάκη και λιγότερο την Βιργινία Τσουδερού. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα πρέπει να προβληματισθεί πολύ για τα κίνητρα του Αναστάση Πεπονή, ο οποίος, ενδεχομένως, πίστευε ότι μπορούσε να ηγηθεί του σχηματισμού που θα προέκυπτε διότι ήταν αποδεκτός και από τις δύο πλευρές, τους παλαιοκομματικούς της Ε.Κ. και την Κ.Ν.Π.Δ. Ανάλογος πρέπει να είναι ο προβληματισμός για τον -παρασκηνιακό, αλλά αποδεδειγμένο- ρόλο του εκδότη Χρ. Λαμπράκη, της εμπιστοσύνης του οποίου απολάμβανε ο Πεπονής. Άραγε, ποιοι ήταν οι στόχοι του μοιραίου αυτού ανθρώπου, πόσο μεγάλη ήταν η ισχύς και επιρροή του; (Ας μην ξεχνάμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς τον είχε αποκαλέσει «αόρατο δικτάτορα»…) Ασφαλώς, θεωρούσε τον εαυτό του μέντορα του μεσαίου χώρου, παρά την αρνητική συνεισφορά του πριν και μετά την Δικτατορία!!! Άραγε, οι παρασκηνιακές του κινήσεις το 1974 είχαν εξ αρχής στόχο την ανάδειξη της κυριαρχίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.; Σε κάθε περίπτωση η ανάμιξή του στις μεταπολιτευτικές διεργασίες χαρακτηριζόταν από την λογική του «διαίρει και βασίλευε», ώστε να συνεχίσει να ελέγχει την μελλοντική πολιτική σκηνή. Και όπως καλώς γνωρίζουμε το πέτυχε…
Βάσει της συμφωνίας που προέκυψε, δημιουργήθηκε η Ε.Κ.-Ν.Δ., η οποία στις εκλογές του 1974 έλαβε 20% των ψήφων και 60 βουλευτές. Οι Νέες Δυνάμεις πίστευαν ότι, όπως ήταν εύλογο, θα ήλεγχαν την πλειοψηφία αλλά διεψεύσθησαν σκληρά και η απρονοησία της ηγεσίας των οδήγησε στην παταγώδη εκλογική τους αποτυχία: εξελέγησαν 33 παλαιοκομματικοί έναντι μόνον 27 των Νέων Δυνάμεων. Έτσι η ελπίδα μετασχηματισμού της Ε.Κ.-Ν.Δ. σε σύγχρονο Ευρωπαϊκό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αποδείχθηκε φρούδα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δόθηκε ο κρίσιμος χρόνος στον Ανδρέα Παπανδρέου να ενισχύσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το οποίο είχε λάβει μόνο 13%, και να προσελκύσει στο λαϊκιστικό του μόρφωμα τις δυνάμεις του εκσυγχρονιστικού κέντρου, οι οποίες είχαν απογοητευθεί από το εγχείρημα της Ε.Κ.-Ν.Δ. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: στις εκλογές του 1977 το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έλαβε 25% ενώ η Ε.ΔΗ.Κ. (νέα ονομασία της Ε.Κ.-Ν.Δ.) μόνο 12% και οδηγήθηκε στη διάλυση.
Το 1979, οι άνθρωποι των Νέων Δυνάμεων έκαναν την τελευταία τους προσπάθεια, ιδρύοντας το ΚΟ.ΔΗ.ΣΟ. Ήταν ήδη αργά, η πολιτική σκηνή κυριαρχείτο από τις προσωπικότητες των Καραμανλή – Παπανδρέου και δεν υπήρχε περιθώριο για φωνές σύνεσης και μετριοπάθειας όπως των Ι. Πεσμαζόγλου, Β. Τσουδερού, Κ. Αλαβάνου. Οι εκλογές του 1981 επισφράγισαν τη νέα κατάσταση, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανήλθε στην εξουσία, οι συνέπειες είναι γνωστές…
Το συμπέρασμα είναι θλιβερό. Αν το 1974 οι Νέες Δυνάμεις είχαν αντιληφθεί το νέο πολιτικό περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί στις πρώτες μέρες της μεταπολιτεύσεως και είχαν αποδεχθεί την πρόταση Καραμανλή για τη συγκρότηση ισχυρού κεντροδεξιού μετώπου, σύντομα θα είχαν κυριαρχήσει σε αυτό και η μοίρα της χώρας μας θα ήταν σήμερα διαφορετική. Το κλειδί ήταν η επιλογή του προεδρικού -ημιπροεδρικού έστω- πολιτειακού συστήματος, το οποίο θα οδηγούσε σε εντελώς διαφορετική κοινωνική διαμόρφωση, δεδομένου ότι εξασφάλιζε έναν ελάχιστο διαχωρισμό των εξουσιών, άρα τις απαιτούμενες ισορροπίες και ελέγχους ως αντίβαρα ισχυρών πολιτικών προσώπων αλλά και ως δικλείδες ασφαλείας έναντι διολισθήσεων σε καταστάσεις διαπλοκής και διαφθοράς, δηλαδή σε ότι ακριβώς συνέβη!
* Ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης είναι χρηματοπιστωτικός σύμβουλος επιχειρήσεων.